Άρειος Πάγος 1556/2012

Πολιτικό Τμήμα Α’2

Δικαστές: Αθανάσιος Κουτρομάνος, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Χρυσόστομος Ευαγγέλου , Ευφημία Λαμπροπούλου, Αργύριος Σταυράκης, 

Δικηγόροι: Δημήτρης Γίτσας, Θεοδώρα  Καζιάνη

Νομικές Διατάξεις: 522, 535 και 536 ΚΠολΔ, 623, 626, 630, 443 και 447 του ΚΠολΔ, 176 και 183  ΚΠολΔ , 580 ΚΠολΔ,  281  ΑΚ.

Το Εφετείο, εφόσον εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση απορρίπτοντας λόγω ανακοπής που έγινε δεκτός πρωτοδίκως, οφείλει να εξετάσει και τους λοιπούς λόγου της ανακοπής που δεν εξετάστηκαν, άλλως δημιουργείται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 παρ. 8 ΚΠολΔ της παρά το νόμο μη λήψεως πραγμάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.

Από τα άρθρα 522, 535 παρ.1 και 536 παρ.1-2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την παραδοχή λόγου εφέσεως, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και  την διακράτηση  της υπόθεσης για την εκδίκασή της από αυτό κατ’ ουσίαν, καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει και αυτεπαγγέλτως όλα τα ζητήματα που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Έτσι, αν κρίνεται αγωγή με περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της αποφάσεως που πλήττονται με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή. Τα αυτά ισχύουν, μεταβαλλόμενων των μεταβλητέων, και όταν κρίνεται ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής με περισσότερους λόγους. Επομένως και στην περίπτωση αυτή το Εφετείο, εάν εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση απορρίπτοντας λόγο της ανακοπής που είχε γίνει δεκτός πρωτοδίκως, οφείλει  να εξετάσει και τους λοιπούς λόγους της ανακοπής που δεν είχαν εξετασθεί, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι οι λόγοι αυτοί είχαν προβληθεί κατά τρόπον ορισμένο  και  παραδεκτό και ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της  δίκης, οπότε και υποχρεούται το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει. Εάν δε το Εφετείο δεν εξετάσει τέτοιον λόγο της ανακοπής, που είχε δηλαδή προταθεί νομίμως, ως ανωτέρω, και δεν είχε εξετασθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δημιουργείται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.8 του ΚΠολΔ της παρά τον νόμο μη λήψεως υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου από τα άρθρα 623, 626, 630, 443 και 447 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής και για χρηματική απαίτηση που  αποδεικνύεται από τιμολόγια, για να έχουν όμως τέτοια αποδεικτική δύναμη τα τιμολόγια, ως ιδιωτικά έγγραφα, πρέπει να έχουν την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, του προσώπου δηλαδή που αναλαμβάνει υποχρεώσεις από αυτά. Αν η  διαταγή  πληρωμής εκδόθηκε βάσει τιμολογίων που δεν έχουν την υπογραφή του 1 φερομένου ως εκδότη τους, υπό την προεκτεθείσα έννοια, η διαταγή  πληρωμής  είναι άκυρη και μπορεί να προσβληθεί για τον λόγο αυτό με την ανακοπή των άρθρων 632 και 633 του ΚΠολΔ.

ΙΙ. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ένδικη ανακοπή του και για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν τέσσερις λόγους ο αναιρεσείων ζήτησε να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ.10630/2005 διαταγή πληρωμής       του  Δικαστή  του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ποσού 18.709,96 ευρώ, που είχε εκδοθεί εις βάρος του με αίτηση της αναιρεσίβλητης εταιρείας και βάσει των αναφερόμενων σ’ αυτήν εννέα τιμολογίων πωλήσεως, που εφέρετο ότι αποδείκνυαν την απαίτηση της αναιρεσίβλητης (τίμημα πωληθέντων πραγμάτων). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’αριθμ.3842/2007 απόφασή του απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής περί παραγραφής της αξίωσης της αναιρεσίβλητης, δέχθηκε τον τέταρτο λόγο της ανακοπής περί ανυπαρξίας του ένδικου χρέους (έλλειψη υποκειμένης αιτίας) λόγω εικονικότητας των φερομένων ως συμβάσεων πωλήσεως για τις οποίες είχαν εκδοθεί τα ένδικα τιμολόγια και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής, δεν εξέτασε δε μετά ταύτα και τους λοιπούς, δεύτερον και τρίτο, λόγους της ανακοπής. Με τον εξ αυτών δεύτερον λόγο της ανακοπής ο αναιρεσείων είχε προτείνει παραδεκτώς και ορισμένως, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της  ανακοπής, ότι τα προειρημένο τιμολόγια βάσει των οποίων εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν έφεραν την υπογραφή του, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύουν (άμεσα) τηv έναντι της αναιρεσίβλητης επικαλούμενη υποχρέωσή του και η εκδοθείσα ως άνω διαταγή πληρωμής να είναι άκυρη εξ αυτού του λόγου. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τον σχετικό λόγο εφέσεως της αναιρεσίβλητης- καθ’ ης η ανακοπή και απέρριψε ως αόριστο τον τέταρτο λόγο της ανακοπής που είχε γίνει δεκτός πρωτοδίκως, κατά τα προεκτεθέντα, απορρίπτοντας μετά ταύτα και την ανακοπή στο σύνολό της, χωρίς να   εξετάσει και τους λοιπούς, δεύτερον και τρίτο, λόγους της ανακοπής. Σύμφωνα με τα  προεκτεθέντα, το Εφετείο όφειλε να εξετάσει τον δεύτερο, ως ανωτέρω, λόγο της ανακοπής, που είχε προβληθεί νομίμως και δεν είχε εξετασθεί πρωτοδίκως (όχι όμως και τον τρίτο, περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης (άρθρ.281  του  ΑΚ),  ο  οποίος,  όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ανακοπής, είναι παντελώς αόριστος), κατά συνέπειαν δε, αφού δεν έπραξε τούτο, δεν εξέτασε δηλαδή τον ειρημένο λόγο της ανακοπής, υπέπεσε στην προαναφερόμενη  (ανωτ. από  1)  αναιρετική  πλημμέλεια του άρθρου 559  αρ.8  του  ΚΠολΔ,  όπως  βάσιμα  ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τον μοναδικό λόγο της κρινόμενης αίτησης.

ΙΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και ν αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη αυτή απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ), και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρο 176 και 183  του ΚΠολΔ).