Αρ. 14899/2022
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ.

 

Πενταετής παραγραφή των αξιώσεων κατά ΝΠΔΔ από παράνομη παράλειψη, με βάση τη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 1 του νδ 496/1974. Η πενταετής παραγραφή που εκκίνησε από το τέλος του έτους, κατά το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη του Διοικητή του εναγόμενου Νοσοκομείου και διεκόπη με την …./24.12.2014 (πρώτη) αίτηση του ενάγοντος, άρχισε εκ νέου μετά την πάροδο εξαμήνου (υπολογιζόμενου κατά πλάσμα δικαίου από την έναρξη του επόμενου έτους), λόγω μη απαντήσεως του Νοσοκομείου, ήτοι από 1.7.2015 και, συνεπώς, συμπληρώθηκε στις 30.6.2020. Ενόψει τούτου, κατά τον κρίσιμο χρόνο επίδοσης της αγωγής, στις 28.7.2021, επιμελεία του ενάγοντος προς το εναγόμενο, είχε ήδη, παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής των ένδικων αξιώσεων. Εξάλλου, η υποβολή των …./29.12.2014 και …../29.12.2016 αιτήσεων προς το εναγόμενο Νοσοκομείο δεν διέκοψαν την ως άνω παραγραφή καθώς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 51 περ. β΄ εδ. γ΄ του νδ 496/1974, η υποβολή δεύτερης αίτησης, για τις αυτές αξιώσεις, δεν επιφέρει για αυτές έννομες συνέπειες. Ούτε, άλλωστε, οι αιτήσεις του ενάγοντος προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους διέκοψαν την παραγραφή των ένδικων αξιώσεων καθόσον το Ελληνικό Δημόσιο δεν αποτελεί την αρμόδια αρχή για την πληρωμή του. Τέλος, η άσκηση της προγενέστερης με αριθμό κατάθεσης ΑΓ…/26.2.2018 αγωγής του ενάγοντος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτο δεν διέκοψε την παραγραφή των αξιώσεών του διότι, ναι μεν, σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 2 του ΚΔΔ, τα αποτελέσματα της κατ’ εξαίρεση επιτρεπτώς ασκούμενης δεύτερης αγωγής, μεταξύ των οποίων και η διακοπή της παραγραφής, ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της πρώτης, όμως για να θεωρηθεί μία αγωγή ως «δεύτερη», θα πρέπει να υπάρχει, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην σκέψη 2 της παρούσας, ταυτότητα διαδίκων, προϋπόθεση όμως που δεν συντρέχει εν προκειμένω (βλ. ΔΕΑ 3400/2020).

  1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, το αίτημα της οποίας μετατράπηκε νομίμως από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο, ο ενάγων, ο οποίος κατά τον κρίσιμο χρόνο υπηρετούσε ως μόνιμος ιατρός του κλάδου ΕΣΥ στο εναγόμενο Νοσοκομείο, ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν από κοινού και εις ολόκληρον έκαστο, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, το συνολικό ποσό των … ευρώ, ως οφειλόμενες διαφορές αποδοχών (τακτικές αποδοχές και εφημερίες) λόγω της αναδρομικής κατάταξης του στο βαθμό του Διευθυντή από το βαθμό του Επιμελητή Α΄ δυνάμει της …/18.11.2014 απόφασης του Διοικητή του ως άνω Νοσοκομείου για το χρονικό διάστημα από 13.10.2009 έως 24.6.2010. Το ποσό αυτό ο ενάγων ζητεί να του καταβληθεί εντόκως από τις 18.11.2014 (οπότε και, κατά τους ισχυρισμούς του, έλαβε χώρα η βαθμολογική του κατάταξη), άλλως από την επίδοση της αγωγής του μέχρι την εξόφληση.
  2. Επειδή, το άρθρο 76 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄97), όπως αυτό ισχύει μετά την προσθήκη της παραγράφου 2 και την αναρίθμηση της πρώην παραγράφου 2 σε παράγραφο 3 με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), ορίζει ότι: «1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης αγωγής, με το αυτό αντικείμενο, από τον ίδιο ενάγοντα. 2. Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αγωγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς. Η αγωγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησης της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης. 3. …». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων το απαράδεκτο άσκησης δεύτερης αγωγής καθώς και η προβλεπόμενη στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου, κατ’ εξαίρεση δυνατότητα παραδεκτής άσκησης δεύτερης αγωγής, στην περίπτωση που η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για τυπικούς λόγους, βρίσκει πεδίο εφαρμογής στις περιπτώσεις που υφίσταται τόσο ταυτότητα αντικειμένου (κοινή νομική και ιστορική αιτία και κοινό αίτημα) όσο και ταυτότητα διαδίκων (βλ. ΣτΕ 2365/2016, 1218/2013, 3351/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, η δυνατότητα εκ νέου ασκήσεως αγωγής, απορριφθείσας ως απαράδεκτης, αφορά στη δυνατότητα θεραπείας διαδικαστικού χαρακτήρα τυπικών ελλείψεων που, ως εκ της φύσεώς τους, μπορούν να καλυφθούν ή να συμπληρωθούν εκ των υστέρων, με την άσκηση νέας αγωγής, όχι όμως και τη δυνατότητα εκ νέου ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, απορριφθέντος ως απαράδεκτου, λόγω μη πληρώσεως δικονομικής προϋποθέσεως για την άσκησή του (πρβλ. ΣτΕ 2801/2018, ΔΕφΠατ 380/2019, ΔΕφΧαν 184/2017). Ως εκ τούτου, η απόρριψη της αγωγής εξαιτίας έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του εναγομένου, η οποία ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (βλ. ΣτΕ 228/2021, 3282/2011) ως προϋπόθεση του παραδεκτού του επίμαχου ενδίκου βοηθήματος, δεν μπορεί να καλυφθεί εκ των υστέρων με την άσκηση δεύτερης αγωγής, τα αποτελέσματα της οποίας ανατρέχουν στον χρόνο ασκήσεως της πρώτης, δεδομένου ότι δεν συνδέεται με έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως, που να δύναται, ως εκ της φύσεώς της, να καλυφθεί ή να συμπληρωθεί εκ των υστέρων με την άσκηση νέας αγωγής.
  3. Επειδή, εν προκειμένω, όπως εκτίθεται στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής και προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της παρούσας δικογραφίας, με τη με ημερομηνία κατάθεσης 26.2.2018 αγωγή του (με αριθμό εισαγωγής ΑΓ…/2018), ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενάγων στράφηκε αποκλειστικώς κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ζητώντας να υποχρεωθεί να του καταβάλει, νομιμοτόκως, το συνολικό ποσό των ……. ευρώ, ως οφειλόμενες αναδρομικές αποδοχές (τακτικές αποδοχές και εφημερίες) για το χρονικό διάστημα από 13.10.2009 έως 24.6.2010 λόγω της βαθμολογικής του κατάταξης στο βαθμό του Διευθυντή από το βαθμό του Επιμελητή Α΄ δυνάμει της 469/2014 απόφασης του Διοικητή του ως άνω Νοσοκομείου. Με την 6879/2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (Τμήμα 13ο Μονομελές), η αγωγή αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 72 του ΚΔΔ. Ενόψει τούτων, η κρινόμενη αγωγή, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, αφορά τους ίδιους διαδίκους και έχει, αφενός, την ίδια ιστορική και νομική βάση και αφετέρου το ίδιο αίτημα, με την πρώτη (από 26.8.2018) αγωγή, η οποία – σύμφωνα με τα προεκτεθέντα – απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Και μπορεί μεν η ως άνω απόρριψη να οφείλεται σε δικονομική πλημμέλεια της πρώτης αγωγής, πλην όμως, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικά δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η πλημμέλεια αυτή δεν είναι θεραπεύσιμη, ώστε να είναι κατ’ εξαίρεση επιτρεπτή η άσκηση δεύτερης, και, άρα, προεχόντως για το λόγο αυτό, δεν συντρέχουν οι, κατά τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 2 του ΚΔΔ, προϋποθέσεις που θα καθιστούσαν κατ’ εξαίρεση παραδεκτή την άσκησή της. Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή καθ΄ο μέρος ασκείται κατά του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως δεύτερη. Ωστόσο, δεν καταλογίζονται σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου ελλείψει υποβολής σχετικού αιτήματος εκ μέρους του (άρθρο 275 παρ. 7 εδ. α του ΚΔΔ).
  4. Επειδή, αντιθέτως, η υπό κρίση αγωγή καθ΄ ο μέρος στρέφεται κατά του εναγόμενου Νοσοκομείου ασκείται εν γένει παραδεκτώς και πρέπει να εξεταστεί στην ουσία.
    5. Επειδή, στον Εισαγωγικό Νόμο του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ, πδ 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται στο άρθρο 105 ότι για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, στο δε άρθρο 106 ότι οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται και για την ευθύνη των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους.
  5. Επειδή, στο άρθρο 4 του ν. 3754/2009 (Α 43/11.3.2009) ορίζεται ότι: «Αναδιαρθρώνεται η ιατρική υπηρεσία στη βάση οργανωμένης εξέλιξης των νοσοκομειακών ιατρών μέσα στο σύστημα από τον εισαγωγικό βαθμό του Επιμελητή Β` (πύλη εισόδου) μέχρι το βαθμό του Διευθυντή, σε πολυδιευθυντικό σύστημα. Από την 1η Ιανουαρίου 2009 οι οργανικές θέσεις των ιατρών κλάδου ΕΣΥ μετονομάζονται σε θέσεις ειδικευμένων ιατρών. Οι υπηρετούντες την 1η Ιανουαρίου 2009 ιατροί διατηρούν το βαθμό τους …». Εξάλλου, η περίπτωση Δ του ίδιου άρθρου όριζε αρχικά, ήτοι τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, πριν την αντικατάστασή της με την παρ. 1 του άρθρου 55 του ν. 3918/2011 (Α 31/2.3.2011) ότι οι βαθμοί των ειδικευμένων ιατρών είναι τρεις, Επιμελητής Β`, Επιμελητής Α` και Διευθυντής. Περαιτέρω δε, ο ισχύων κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. … και άλλες συναφείς διατάξεις» (Α΄ 297), στο Κεφάλαιο Γ΄ με τίτλο «ΙΑΤΡΟΙ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΥΓΕΙΑΣ», στα άρθρα 43 έως και 45 προβλέπει του βασικούς μισθούς των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), τα οικεία επιδόματα και τις αποζημιώσεις εφημεριών ανάλογα με βαθμό της ιεραρχίας τους.
  6. Επειδή, το νδ 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (Α΄ 204) το οποίο έχει εφαρμογή, εν προκειμένω, ορίζει, στο άρθρο 48 ότι: «1. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π.δ.δ. είναι πέντε ετών εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος. 2… 3. Ο χρόνος παραγραφής των κατά του νομικού προσώπου αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μετ’ αυτού συνδεομένων, εκ καθυστερούμενων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαβών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι δύο ετών. 4. …» και στο άρθρο 49 ότι «Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ’ ο εγεννήθη η αξίωσης και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξη». Επιπλέον, στο μεν άρθρο 51 του ίδιου νδ ορίζεται ότι: «Φυλαττομένης της ισχύος των ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π. διακόπτεται μόνον: α)Δια της υποβολής της υποθέσεως εις το αρμόδιον δικαστήριον ή εις διαιτητάς, οπότε άρχεται εκ νέου η παραγραφή από της τελευταίας διαδικαστικής πράξεως των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β)Δια της υποβολής προς το ν.π. αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου από της χρονολογίας την οποίαν φέρει η έγγραφος απάντησις της αρμοδίας δια την αναγνώρισιν ή την πληρωμήν της απαιτήσεως, Αρχής. Εν περιπτώσει μη απαντήσεως η παραγραφή άρχεται μετά πάροδον εξαμήνου από της χρονολογίας υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δευτέρας αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφήν. γ) Δια της εκδόσεως τίτλου πληρωμής» στο δε άρθρο 52 αυτού ότι : « … Η παραγραφή λαμβάνεται υπ` όψιν αυτεπαγγέλτως υπό των δικαστηρίων». Εξάλλου, στο άρθρο 75 παρ. 2 του ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), προβλέπεται ότι: «Τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο έννομα αποτελέσματα της άσκησης της αγωγής επέρχονται, ως προς τον εναγόμενο, από την επίδοση της σε αυτόν από τον ενάγοντα. Η παραγραφή, η οποία σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο διακόπηκε, αρχίζει πάλι μόνο από την τελεσιδικία της απόφασης ή την κατάργηση της δίκης».
  7. Επειδή, όπως, έχει κριθεί, καθ’ ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 48 του νδ 496/1974, οι αξιώσεις των υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαβές οποιασδήποτε φύσεως ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, οι οποίες ορίζονται και οφείλονται απ’ ευθείας από το νόμο και των οποίων την πληρωμή αρνείται ή καθυστερεί το νομικό πρόσωπο για οποιονδήποτε λόγο, σύμφωνα με την έννοια την οποία προσδίδουν τα όργανα του στο νόμο, από την οποία όμως, άρνηση ή καθυστέρηση δεν παρακωλύεται η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως, υπόκεινται σε διετή παραγραφή. Η πενταετής παραγραφή, αντιθέτως, ισχύει όταν για τη θεμελίωση τού επί των αποδοχών ή των πάσης φύσεως απολαβών δικαιώματος απαιτείται η έκδοση πράξεως του νομικού προσώπου, την οποία παρανόμως παραλείπουν να εκδώσουν τα όργανά του, δηλαδή όταν δεν πρόκειται για ευθεία αγωγή λόγω αρνήσεως ή καθυστερήσεως καταβολής αποδοχών, αλλά για αγωγή αποζημιώσεως λόγω παραλείψεως οφειλόμενης νομίμου ενέργειας των οργάνων του νομικού προσώπου, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (βλ. ΑΕΔ 9/2009, ΣτΕ 201/2014, 923/2014, 955/2011 Ολ). Η παραγραφή αυτή αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη και διακόπτεται μεταξύ άλλων και με την υποβολή προς το νομικό πρόσωπο αίτησης για πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την έκδοση πράξης επί της αιτήσεως από την αρχή που είναι αρμόδια για την αναγνώριση ή την πληρωμή της απαιτήσεως. Σε περίπτωση μη απαντήσεως η παραγραφή αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου από της χρονολογίας υποβολής της αιτήσεως. Δεύτερη αίτηση για πληρωμή της ίδιας αξιώσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 51 περ. β΄ του νδ 496/1974, αίτηση περί πληρωμής απαιτήσεως, υποβληθείσα προ της λήξεως του οικονομικού έτους, κατά το οποίο γεννήθηκε η σχετική αξίωση, θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ως υποβληθείσα μετά την έναρξη του επομένου έτους, (του έτους δηλαδή του συμπεριλαμβανομένου στον χρόνο της παραγραφής) και μάλιστα κατά την πρώτη ημέρα αυτού, με περαιτέρω αποτέλεσμα η υποβολή αυτή να έχει ως συνέπεια να αναστέλλεται η έναρξη της παραγραφής της εν λόγω αξιώσεως επί ένα εξάμηνο (βλ. ΑΕΔ 9/2009, 3086/2013, 955/2011 Ολ.).
  8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την … απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο ενάγων διορίστηκε ως Διευθυντής Ωτορινολαρυγγολογίας (ΩΡΛ) του κλάδου ιατρών ΕΣΥ στο Γενικό Νοσοκομείο … και, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. Ζ’ του ν. …/2009, από 11.3.2009 κατέστη Συντονιστής Διευθυντής. Εν τω μεταξύ συμμετείχε στην …/2007 προκήρυξη θέσης επιμελητή Α΄ στο εναγόμενο Νοσοκομείο. Μετά την επιλογή του για την ως άνω θέση παραιτήθηκε από τη θέση του στο Γενικό Νοσοκομείο Θήβας και με την Υ10α/Γ.Π./93415/19.8.2009 (Γ΄ …/4.9.2009 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης) διορίστηκε στο εναγόμενο Νοσοκομείο ως Επιμελητής Α΄ ΩΡΛ κλάδου ΕΣΥ και ανέλαβε υπηρεσία στις 13.10.2009. Με την Υ10α/…/25.6.2010 απόφαση του Υπουργού Υγείας ο ενάγων εξελίχθηκε στο βαθμό του Διευθυντή ΩΡΛ ΕΣΥ στο εναγόμενο Νοσοκομείο και με την …/18.11.2014 πράξη του Διοικητή του ως άνω Νοσοκομείου διαπιστώθηκε η κατάταξη του, κατ΄ άρθρο 4 του ν. 3754/2009, λόγω της προηγούμενης θέσης του στο Γενικό Νοσοκομείου Θήβας και το διορισμό του στο εναγόμενο κατόπιν συμμετοχής του στον ως άνω προκηρυχθέντα διαγωνισμό πριν την έναρξη εφαρμογής του ν. 3754/2009, στο βαθμό του Διευθυντή αναδρομικά από 13.10.2009. Ήδη, o ενάγων με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή νομίμως αναπτύσσεται με το από 14.2.2022 νομοτύπως κατατεθέν υπόμνημά του, υποστηρίζει ότι το εναγόμενο παρά την αναδρομική του κατάταξη, από 13.10.2009, στο βαθμό του Διευθυντή δυνάμει της …/18.11.2014 πράξη του Διοικητή του και τις αιτήσεις που υπέβαλε επανειλημμένως προς τούτου (ήτοι, τις …/24.12.2014, …/29.12.2014 και ../29.12.2016 αιτήσεις προς το εναγόμενο Νοσοκομείο και τις …/29.12.2014 και …/27.12.2017 αιτήσεις προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους), το διάδικο Νοσοκομείο μη νομίμως αρνείται να του καταβάλει τις διαφορές αποδοχών (βασικού μισθού, χρονοεπιδόματος, νοσοκομειακού επιδόματος, επιδόματος θέσης και επιδόματος βιβλιοθήκης) και εφημεριών, που προκύπτουν, για το χρονικό διάστημα από 13.10.2009 έως 24.6.2010, μεταξύ του βαθμού του Επιμελητή Α΄ στον οποία είχε αρχικά ενταχθεί και του βαθμού του Διευθυντή που στον οποίο κατατάχθηκε, στη συνέχεια αναδρομικά. Για το λόγο δε αυτό, με την υπό κρίση αγωγή ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει, εντόκως, το συνολικό ποσό των … ευρώ, ως οφειλόμενες διαφορές αποδοχών και εφημεριών, χρονικού διαστήματος από από 13.10.2009 έως 24.6.2010 (όπως ειδικότερα αναλύονται στο κύριο δικόγραφο). Μεταξύ άλλων, ο ενάγων προσκομίζει την …΄/28.7.2021 έκθεση επίδοσης της υπό κρίση αγωγής στο εναγόμενο, του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Γεωργίου Ξαγοράρη και τις ως άνω αιτήσεις του προς το διάδικο Νοσοκομείο και το Ελληνικό Δημόσιο.
    10. Επειδή, αντιθέτως, το εναγόμενο Νοσοκομείο ζητεί την απόρριψη της αγωγής προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι ένδικες αξιώσεις έχουν παραγραφεί, κατ΄ άρθρο 48 του νδ 496/1974. Επ΄ αυτού, ο ενάγων με το από 14.2.2022 νομοτύπως κατατεθέν υπόμνημά του αντιτείνει ότι οι αξιώσεις του δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή διότι γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες κατόπιν της έκδοσης της …/2014 απόφασης του Διοικητή του ως άνω Νοσοκομείου και έκτοτε για τη διεκδίκησή τους έχει υποβάλει πλήθος αιτήσεων προς το εναγόμενο καθώς και τη με ΑΓ …/2018 αγωγή του κατά του Ελληνικού Δημοσίου που απορρίφθηκε για τυπικό λόγο με την 6879/2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου.
  9. Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη παρούσας, ο χρόνος παραγραφής των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος, είναι πενταετής, κατά την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 48 παρ. 1 του νδ 496/1974, καθόσον απορρέουν από την παράνομη παράλειψη του εναγόμενου Νοσοκομείου να προβεί σε ορθή μισθολογική κατάταξη αυτού στο βαθμό του Διευθυντή (πρβλ. ΣτΕ 3467/2013, 3604/2012). Η πενταετής δε αυτή παραγραφή εκκίνησε μεν από το τέλος του έτους κατά το οποίο εκδόθηκε η 469/18.11.2014 πράξη του Διοικητή του εναγόμενου Νοσοκομείου περί αναδρομικής κατάταξής του ενάγοντος οπότε οι ένδικες αξιώσεις γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες (πρβλ. ΣτΕ 3467/2013, 3043/2013, ΔΕΑ 4192/2020), ήτοι στις 31.12.2014, διεκόπη όμως με την 18661/24.12.2014 (πρώτη) αίτησή του προς το διάδικο Νοσοκομείο και άρχισε εκ νέου μετά την πάροδο εξαμήνου (υπολογιζόμενου κατά πλάσμα δικαίου από την έναρξη του επόμενου έτους 2014, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά παραπάνω), λόγω μη απαντήσεως του τελευταίου, ήτοι από 1.7.2015 και, συνεπώς, συμπληρώθηκε στις 30.6.2020. Ενόψει τούτου, κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, στις 28.7.2021 (σχετ. η ………΄/28.7.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Γεωργίου Ξαγοράρη), επιμελεία του ενάγοντος προς το εναγόμενο, είχε ήδη, παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής των ένδικων αξιώσεων. Εξάλλου, η υποβολή των 18677/29.12.2014 και 186079/29.12.2016 αιτήσεων προς το εναγόμενο Νοσοκομείο δεν διέκοψαν την ως άνω παραγραφή καθώς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 51 περ. β΄ εδ. γ΄ του νδ 496/1974, η υποβολή δεύτερης αίτησης, για τις αυτές αξιώσεις, δεν επιφέρει από την άποψη αυτές έννομες συνέπειες. Ούτε, άλλωστε, οι αιτήσεις του ενάγοντος προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους διέκοψαν την παραγραφή των ένδικων αξιώσεων καθόσον το Ελληνικό Δημόσιο δεν αποτελεί την αρμόδια αρχή για την πληρωμή του. Τέλος, η άσκηση της προγενέστερης με αριθμό κατάθεσης ΑΓ……./26.2.2018 αγωγής του ενάγοντος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτο δεν διέκοψε την παραγραφή των αξιώσεών του διότι, ναι μεν, σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 2 του ΚΔΔ, τα αποτελέσματα της κατ’ εξαίρεση επιτρεπτώς ασκούμενης δεύτερης αγωγής, μεταξύ των οποίων και η διακοπή της παραγραφής, ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της πρώτης, όμως για να θεωρηθεί μία αγωγή ως «δεύτερη», θα πρέπει να υπάρχει, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην σκέψη 2 της παρούσας, ταυτότητα διαδίκων, προϋπόθεση όμως που δεν συντρέχει εν προκειμένω (βλ. ΔΕΑ 3400/2020). Όλα όσα περί του αντιθέτου προβάλλει ο ενάγων είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι αξιώσεις του ενάγοντος έναντι του εναγομένου, ανεξαρτήτως της βασιμότητας τους, έχουν παραγραφεί και, για το λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλει το εναγόμενο με το υπόμνημά του, αλλά εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
  10. Επειδή, κατ΄ ακολουθίαν, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί και κατά το μέρος που ασκείται κατά του εναγόμενου Νοσοκομείου, ο δε ενάγων να απαλλαγεί, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, των δικαστικών εξόδων του εν λόγω νπδδ (άρθρο 275 παρ.1 εδ.ε’ του ΚΔΔ).ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την αγωγή.

Απαλλάσσει τον ενάγοντα από τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου Νοσοκομείου.
Η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 27ης.10.2022.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αριθμός Απόφασης: 5429-2022

Νόμω αβάσιμος ο ισχυρισμός που θεμελιώνεται στο άρθρο 300 ΑΚ, όταν προβάλλεται επί αξίωσης που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 § 1 του Συντάγματος, στο Συμβούλιο της Επικρατείας ως και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει. με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Σε Εκτέλεση της ως άνω συνταγματικής διατάξεως, εκδόθηκε ο νόμος 1406/ 1983. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 § 2 περ. Γ του ως άνω νόμου, στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται οι διοικητικές διαφορές ουσίας, τέτοιες δε, θεωρούνται και οι διαφορές, οι οποίες αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά στις διοικητικές συμβάσεις. δηλαδή, εκείνες οι διαφορές, οι οποίες ανακύπτουν από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οιανδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση. Εξάλλου, για το χαρακτηρισμό μιας συμβάσεως ως διοικητικής απαιτείται: α) ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, το οποίο να ασκεί δημόσια εξουσία, β) το αντικείμενο της συμβάσεως να έχει σχέση με την άσκηση δημοσίας υπηρεσίας ή να εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό και γ) η κατάρτιση και η εκτέλεση της συμβάσεως, να διέπονται, εν μέρει τουλάχιστον, από κανόνες διοικητικού δικαίου, κατά τις διατάξεις του ν. 2256/1995, όπως ήδη αντικαταστάθηκε από το ν. 4412/2016 ή η σύμβαση να περιέχει όρους που να δημιουργούν υπέρ του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ, εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς. Τα ανωτέρω στοιχεία, πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά, ήτοι κατ’ αρχήν πρέπει οπωσδήποτε το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι είτε το εν στενή έννοια Δημόσιο, είτε ΝΠΔΔ και δεν αρκεί να είναι ΝΠΙΔ που ανήκει στο Δημόσιο ή δημόσια επιχείρηση που λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, ούτε έχει σημασία το ότι η σύμβαση διέπεται από τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων (ΑΠ 1649/2007 ΔΕΕ 2008.995). Επίσης, ακόμη και όταν η σύμβαση συνάπτεται από το Δημόσιο ή ΝΙΙΔΔ. θα πρέπει, επιπλέον, αφενός μεν να επιδιώκεται με αυτήν η ικανοποίηση σκοπού που εξυπηρετεί το δημόσιο όφελος και όχι απλώς τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του συμβαλλόμενου Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, αφετέρου δε, να δημιουργείται. υπέρ των τελευταίων και χάριν του επιδιωκόμενου ανωτέρω σκοπού, εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς αποκλίνον από το κοινό δίκαιο και μη προσιδιάζοv στο συμβατικό δεσμό που συνάπτεται κατά τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, είτε μέσω συμβατικών ρητρών. Είτε δυνάμει του κανονιστικού καθεστώτος. που διέπει εν γένει τη σύμβαση. με τη μορφή ιδίως της δυνατότητας μονομερούς επεμβάσεως στην εξέλιξη της συμβάσεως και της επιβολής κυρώσεων (ΑΕΔ 11/2013 ΕΔΔΔΔ 2013.645, ΑΕΔ 12/2013 ΝΟΜΟΣ. ΛΕ 3/2012 ΝοΒ 2013.213, ΑΕΔ 14/2007 ΔΔίκη 2007.1277, ΑΕΔ 6/2007 ΕλλΔvη 2008.98. ΑΕΔ 15/1992 ΕλλΔvη 1993.1456. ΟλΑΠ 8/2000 ΕλλΔvη 2000.67, ΑΠ 1523 και 1524/2013. ΛΠ 1671/2008 ΕλλΔvη 2011.419. ΑΠ 1405/2008, ΑΠ 1490/2008. ΑΠ 104/2006 ΕλλΔvη 2006.462. ΑΠl012/2005 ΕλλΔvη 2005.1125, ΑΠ 380/2001 ΕλλΔvη 2002.161. ΣτΕ 72/2009 ΔΔίκη 2010.866). Συμβάσεις, που δεν συγκεντρώνουν τα γνωρίσματα αυτά. είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια (ΟλΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 2001.381. ΟλΑΠ 8/2000 ΕλλΔvη 2000.67. ΑΠ 1225/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 3/1999 ΕλλΔνη 1999.1692).
Ειδικότερα, μάλιστα, για τη νόμιμη σύναψη διοικητικής σύμβασης, αναγκαίο στοιχείο αποτελεί ο έγγραφος τύπος αυτής. Στην περίπτωση, δηλαδή. σύναψης διοικητικής σύμβασης, απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκυρη κατάρτιση της σύμβασης, αλλά και για τη διαπίστωση του διοικητικού της χαρακτήρα, είναι η σύνταξη και η υπογραφή από τα συμβαλλόμενα μέρη του εγγράφου της σύμβασης. Και τούτο διότι. αν δεν έχει συνταχθεί και δεν έχει υπογράφει σύμβαση, δεν μπορεί να διαπιστωθεί εάν αυτή διέπεται από κανονιστικό καθεστώς ή εάν περιλαμβάνει εξαιρετικώς, ρήτρες, που παρεκκλίνουν από το κοινό δίκαιο και δημιουργούν υπέρ του αντισυμβαλλομένου Δημοσίου ή ΝΠΔΔ τη δυνατότητα να επεμβαίνει μονομερώς στη σύμβαση, έτσι ώστε να βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση απέναντι στον προμηθευτή, δηλαδή σε θέση, μη προσιδιάζουσα στο δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου, συναπτόμενο συμβατικό δεσμό, προϋπόθεση από την οποία, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, εξαρτάται, κυρίως, ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως διοικητικής (ΛΠ 820/2012 ΕΦΑΔ 2013.69. ΑΠ 1462/2012 ΧΡΙΔ 2013.195, ΑΠ 1378/2011 ΝοΒ 2012.672. ΑΠ 408/2010 ΕΠΟΑΔ 2010.724. ΑΠ 1307/2010 ΕΦΑΔ 2011.451. ΑΠ 1682/2008 ΕλλΔvη 2011.1377, ΣτΕ 174/2014 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, στα πολιτικά δικαστι1ρια υπάγονται και οι διαφορές από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. που έχουν ως υπόβαθρο μια άκυρη σύμβαση, που δεν είναι διοικητική υπό την έννοια που ήδη αναφέρθηκε (ΑΠ 1307/2010 ΙΞΦΛΔ 2011.451, ΑΠ 1490/2008, ΕφΑθ 1781/2012 τνπ ΝΟΜΟΣ).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1. 3. 5. 6. 26. 27. 28. 32. 116, 117 και 118 του ν. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», ως ίσχυαν αρχικά και μετά την τροποποίησή τους με τη παρ.4 άρθρου 47 Ν.4472/2017,ΦΕΚ Α 74/19.5.2017 και πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο 50 Ν.4782/2021,ΦΕΚ Α’ 36/9.3.2021, συνάγεται ότι η ανάθεση συμβάσεων προμηθειών διενεργείται, κατά κανόνα, κατόπιν ανοικτών ή κλειστών διαγωνιστικών διαδικασιών (άρθρα 27 και 28). Περαιτέρω, είναι δυνατή η άνευ συνδρομής ειδικού λόγου απευθείας ανάθεση συμβάσεων προμηθειών στην περίπτωση που η εκτιμώμενη αξία αυτών δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000,00 ευρώ χωρίς ΦΠΑ, ενώ, στην περίπτωση που η αντίστοιχη αξία δεν υπερβαίνει το ποσό των 60.000,00 ευρώ χωρίς ΦΠΑ, επιτρέπεται προσφυγή στη διαδικασία του συνοπτικού διαγωνισμού. Εξάλλου, στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις (άρθρο 32), επιτρέπεται η προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού και η προσφυγή σε συνοπτικό διαγωνισμό. Η ανωτέρω διαδικασία επιτρέπεται να τηρηθεί, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που λόγω κατεπείγουσας ανάγκης, οφειλομένης σε γεγονότα απρόβλεπτα για την εκάστοτε αναθέτουσα αρχή, δεν είναι δυνατή η τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται για τις ανοικτές ή και κλειστές διαδικασίες. Προκειμένου να διαπιστωθεί το ποσό στο οποίο ανέρχεται η δαπάνη συγκεκριμένης προμήθειας και συναφώς, η εκ του νόμου προβλεπόμενη διαδικασία ανάθεσης, εφ’ όσον πρόκειται για σύμβαση περιοδικού χαρακτήρα. υπολογίζεται η συνολική δαπάνη που απαιτήθηκε για να καλυφθούν οι ανάγκες του φορέα σε όμοιες ή ομοειδείς, κατά την αντίληψη των συναλλαγών και τη φύση τους, προμήθειες κατά το προηγούμενο δωδεκάμηνο ή οικονομικό έτος, αναπροσαρμοσμένη, εφόσον τούτο είναι δυνατόν, προκειμένου να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές ως προς τις ποσότητες ή την αξία τους κατά τους δώδεκα μήνες που έπονται της αρχικής σύμβασης (βλ. άρθρο 6 παρ. 11). Περαιτέρω, στον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων συμπεριλαμβάνονται τόσο το τυχόν προβλεπόμενο δικαίωμα προαίρεσης όσο και οι τυχόν παρατάσεις αυτών, ενώ δεν επιτρέπεται η κατάτμηση των συμβάσεων κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η εφαρμογή οποιασδήποτε διάταξης του ανωτέρω νόμου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους (βλ. άρθρο 6 παρ. 1 και 3). Παρέπεται ότι απαγορεύεται ο επιμερισμός της συνολικής ποσότητας όμοιων ή ομοειδών αγαθών σε περισσότερες μικρότερες ποσότητες και η διενέργεια αντίστοιχων τμηματικών προμηθειών, αντί μιας ενιαίας, στο μέτρο που η κατάτμηση αυτή έχει ως συνέπεια τη μη τήρηση των νόμιμων διαδικασιών ανάδειξης αναδόχου (ΕΣ 31/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 130 και 135 του Ν.4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης (ενσωμάτωση της οδηγίας 2011/85/ΕΕ) δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» για τις συμβάσεις που συνάπτει το Δημόσιο, με αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης των 2.500 ευρώ, απαιτείται με ποινή ακυρότητας έγγραφος τύπος (ιδιωτικό έγγραφο). Ο ίδιος άλλωστε έγγραφος τύπος απαιτείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν.Δ/τος 496/1974 «περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» και για το κύρος των συμβάσεων που συνάπτουν τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. με αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών (και μεταγενέστερα κατά την υπ’ αριθ. 2054839/452/0026/3/9-7-1992 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών 150.000 δραχμών (ή 440,20 €). Ήδη δε κατά την υπ’ αριθ. 2/59649/0026/2001 απόφαση του αυτού Υπουργού 2.500 ευρώ ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας. εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση όμως για την κατάρτιση της σύμβασης και η υποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα. αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου. που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό του Δημοσίου ή αναλόγως ΝΠΔΔ ως άνω συμβάσεις. είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι’ αυτό και η έλλειψη του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρο 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεση της σύμβασης. μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή. όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τίτλος για την πρόταση και την αποδοχή (Ολ ΑΠ 862/1984, ΑΠ 1330/2021. ΑΠ 766/2014. ΑΠ 1057/2011. ΑΠ 1135/2010 του ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι για την σύναψη σύμβασης για τη διενέργεια απευθείας προμήθειας, στην περίπτωση που η αξία της είναι ανώτερη του ποσού των 2.500,00 ευρώ, πρέπει να περιβληθεί τον συστατικό τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. ενώ αν η αξία είναι ανώτερη του ποσού των 20.000.00 ευρώ τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που ορίζεται στο νόμο και η διενέργεια διαγωνισμού και προσφορών ως η διαδικασία αυτή διαφοροποιείται αναλόγως του ύψους της σύμβασης (άρθρα 5 έως 117 Ν.4412/2016). Στην περίπτωση δε της μη τήρησης του τύπου, που επιβάλλεται από το νόμο. η σύμβαση είναι άκυρη. Σε περίπτωση δε άκυρης σύμβασης, λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση αλλά μόνο στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ’ άρθρο 904 ΛΚ, δεδομένου ότι ο κανόνας του εν λόγω άρθρου έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με την διάταξη αυτή ή άλλη. Την ακυρότητα από την έλλειψη του τύπου μπορεί να προτείνει και αυτός που ενώ γνώριζε ότι απαιτείται τύπος. προέβη στη σύναψη παράτυπης σύμβασης, αλλά και το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτήν αυτεπάγγελτα, γιατί οι διατάξεις περί τύπου είναι δημόσιας τάξης, επομένως, η σύμβαση που συνάπτει ένα Ν.Π.Δ.Δ. για την ανάθεση ή εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή για τη διενέργεια προμήθειας, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε κατόπιν διαγωνισμού είτε απευθείας μετά από πρόχειρο διαγωνισμό ή και χωρίς διαγωνισμό, πρέπει vα περιβληθεί το (συστατικό τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει την κατά τα ανωτέρω απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης (ΑΠ 1492/2017, ΑΠ 430/2015, ΑΠ 1135/2010. ΜΠρΠειρ 1123/2019 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘεσ/κης 16584/2017, ΜΠΘεσ/κης 16329/2017. τνπ lΣΟΚΡΑΤΗΣ). Στην περίπτωση αυτή της άκυρης σύμβασης, η παροχή, που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης παρά την ακυρότητά της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί συνεπώς, κατά τις διατάξεις των αρθρ. 904 – 913 του για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, vα αναζητηθεί αυτούσια η παροχή ή αναλόγως η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος (ΕφΑθ 7084/2019 τνπ ΝΟΜΟΣ).
Κατά το άρθρο 904 παρ. 1, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Κατά δε το άρθρο 908 εδ. α’ του ιδίου Κώδικα, ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται υπηρεσίες ή εργασίες με άκυρη σύμβαση, «Ο αvτισυμβαλλόμεvος» του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια την οποία απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία. στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν. αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες. Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού για αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με κάποια άλλη διάταξη (βλ. ΑΠ 1442/2014. AΠ 1462/2012, ΑΠ 1387/2011 τνπ ΝΟΜΟΣ). Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 909 ΑΚ: «η υποχρέωση για απόδοση, κατά το προηγούμενο άρθρο (908 Α.Κ.) αποσβήνεται, εφόσον ο λήπτης δεν είναι πια πλουσιότερος κατά τον χρόνο της επίδοσης της αγωγής». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, απόσβεση της υποχρέωσης προς απόδοση του πλουτισμού, ο οποίος επήλθε με τη λήψη χρημάτων χωρίς νόμιμη αιτία ή για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε. επέρχεται και όταν ο λήπτης αναλίσκει το χρηματικό ποσό που έλαβε, πραγματοποιώντας δαπάνες για να αντιμετωπίσει ανάγκες. στις οποίες. άλλως. δεν θα προέβαινε. Έτσι, ο πλουτισμός. θεωρείται, ότι σώζεται, όταν το ποσό που έλαβε ο λήπτης το διέθεσε για εξόφληση δικού του χρέους ή για δικές του ανάγκες, τις οποίες θα αντιμετώπιζε με δικές του δαπάνες (ΑΠ 922/2007. ΑΠ 682/2003 τνπ ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη του άρθρου 909ΑΚ, παρέχει στον εναγόμενο ένσταση καταλυτική του δικαιώματος του ενάγοντος προς απόδοση της ωφέλειας (ΑΠ 404 /2016, ΑΠ 2167/201.3.432/2013 τνπ ΝΟΜΟΣ). Από το ίδιο ως άνω άρθρο 904 ΑΚ που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει περαιτέρω, ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας. βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αv λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Στην περίπτωση αυτή. αν ασκηθεί αγωγή. με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής σύμφωνα με το άρθρο 216 § 1α ΚΠολΔ. τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. σωρεύεται κατά. δικονομική επικουρικότητα (αρθρ. 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης. χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο διότι στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής, θα εξεταστεί μόνο αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου εργοδότη, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων πού θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στη δικοvομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εναγόμενο του λόγου ακυρότητας της σύμβασης. Ως προς τους οφειλόμενους από το λήπτη τόκους, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις των άρθρων 910 και 346 Λ.Κ., κατά τις οποίες οφείλονται τόκοι από την επίδοση της αγωγής και όχι η διάταξη του άρθρου 911 εδαφ. 2 ΑΚ, δεδομένου ότι η δοθείσα παροχή σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης δεν θεωρείται ότι δόθηκε για παράνομο ή ανήθικο σκοπό (ΟλΑΠ 23/2003 ΑΠ 120/2014, ΑΠ 438/2017 ΕφΑθ 729/2018 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1057/2011, ΑΠ 852/2000 ΕλλΔνη 41.1654, Γvωμ.ΝΣΚ (ΔΙ Τμήματος) 190/2011).
Η διάταξη του αρθρ. 7 § 2 του v.δ. 496/1974, που είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (ΟλΑΠ 3/2006, ΑΠ 1917/2007 τνπ ΝΟΜΟΣ), ορίζει ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει δε από την επίδοση σχετικής αγωγής. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 ΑΚ, προκύπτει ότι επί χρηματικής οφειλής ΝΠΔΔ μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής, ως τέτοιας νοούμενης της καταψηφιστικής αγωγής, αλλά και της αγωγής της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα περιορίσθηκε σε αναγνωριστικό (ΑΕΔ 7/2011 Αρμ 2011. 816) η επίδοση, της οποίας επιφέρει έναρξη τοκοφορίας, χωρίς προς τούτο να αρκεί η καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο όχληση ή η παρέλευση δήλης ημέρας, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά ή προκύπτει από ειδικό νόμο (ΟλΑΠ 10/2008, ΟλΑΠ 7/2000 και ΑΠ 157/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), επί του οποίου έχει εφαρμογή η προαναφερόμενη διάταξη, αποτελεί και το υπαγόμενο στο ΕΣΥ νοσοκομείο, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 3329/2005. Ειδικό νόμο σε σχέση με το άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 ως προς τη δημιουργία υπερημερίας σε περίπτωση χρηματικής οφειλής ΝΠΔΔ και του οφειλόμενου ποσοστού τόκου αποτελεί και ο Ν.4152/2013, ΦΕΚ Α 107/9.5.2013, όπου ειδικότερα ως προς την τοκοφορία και τα έξοδα ορίζεται : «ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Ζ.5.: ΥΝΑΛΛΑΙΈΣ ΜΕΊΆΞΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΑΡΧΩΝ (Άρθρο 4 Οδηγίας 2011/7) 1. Κατά τις εμπορικές συναλλαγές στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, ο δανειστής δικαιούται, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζουν οι περιπτώσεις 3, 4ή 6, νόμιμο τόκο υπερημερίας. χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εμπρόθεσμα, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση. 2. Επιτόκιο αναφοράς για το πρώτο εξάμηνο του σχετικού έτους είναι το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιανουάριου του εν λόγω έτους και για το δεύτερο εξάμηνο του σχετικού έτους, το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιουλίου του εν λόγω έτους. 3. Στις εμπορικές συναλλαγές, στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, η προθεσμία πληρωμής δεν υπερβαίνει κανένα από τα ακόλουθα όρια: α) τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου. β) εφόσον η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου ή ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου δεν είναι βέβαιη τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών, γ) εφόσον ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο πριν τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών, εφόσον προβλέπεται απ’ το νόμο ή τη σύμβαση διαδικασία αποδοχής ή επαλήθευσης, με την οποία διαπιστώνεται η αντιστοιχία των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση και είναι ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο νωρίτερα από την ημερομηνία ή την ίδια ημερομηνία κατά την οποία συντελείται η αποδοχή ή η επαλήθευση τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία αυτή. 4. Οι προθεσμίες της περίπτωσης 3 υποπερίπτωση α’ της παρούσας υποπαραγράφου ορίζονται σε εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες, για: α) κάθε δημόσια αρχή που ασκεί οικονομική δραστηριότητα βιομηχανικής ή εμπορικής φάσης. με την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών στην αγορά και η οποία υπόκειται, ως δημόσια επιχείρηση, στις απαιτήσεις διαφάνειας της Οδηγίας 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2006 για τη διαφάνεια των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών – μελών και των δημόσιων επιχειρήσεων, καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων. β) Νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου I Β του ν. 2362/1995 (Α’247), που προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 (Α· 141), όπως ισχύει. που παρέχουν υγειονομική μέριμνα και είναι κατάλληλα αναγνωρισμένα για το σκοπό αυτό. καθώς και ο ΕΟΠΥΥ (άρθρο 18 του ν. 3918/2011). 5. Η μέγιστη διάρκεια της διαδικασίας αποδοχής ή επαλήθευσης κατά την παράγραφο 3 στοιχείο α· σημείο δ’ δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή των υπηρεσιών, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και σε οποιαδήποτε έγγραφα υποβολής προσφοράς και με την προϋπόθεση ότι δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον δανειστή υπό την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.8.. 6. η προθεσμία πληρωμής που ορίζεται στη σύμβαση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τα χρονικά 6ρω που προβλέπονται στην περίπτωση 3, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και με την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά από την ιδιαίτερη φύση ή τα χαρακτηριστικά της σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση η προθεσμία δεν υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες. 7. Η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου δεν αποτελεί αντικείμενο συμβατικής συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και του δανειστή. [… ] ΥΓΙΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Ζ.7.: Αποζημίωση ΓΙΑ ΤΑ ΕΞΟΔΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ (Άρθρο 6 Οδηγίας 2011/7/ΕΕ): 1. Ο δανειστής δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση από τον οφειλέτη το κατ’ αποκοπήν ποσό των σαράντα (40) ευρώ εφόσον καθίσταται απαιτητός τόκος υπερημερίας σε εμπορικές συναλλαγές σύμφωνα με την υποπαράγραφο Ζ.4. 11 την υποπαράγραφο Ζ.5.. 2. Το κατά την περίπτωση 1 κατ’ αποκοπήν ποσό είναι απαιτητό χωρίς να απαιτείται όχληση και καταβάλλεται ως αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης του δανειστή. 3. Ο δανειστής δικαιούται, επιπλέον του κατά την περίπτωση 1 κατ’ αποκοπήν ποσού. να ζητήσει από τον οφειλέτη εύλογη αποζημίωση για οποιαδήποτε σχετικά υπολειπόμενα έξοδα είσπραξης, που οφείλονται στην καθυστερημένη πληρωμή του οφειλέτη. Ως έξοδα είσπραξης λογίζονται μεταξύ άλλων και η δαπάνη για την αμοιβή πληρεξουσίου δικηγόρου ή οργανισμού είσπραξης οφειλών.».
Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία με την υπό κρίση αγωγή της ισχυρίζεται ότι αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας είναι η αγορά και η πώληση, λιανικώς ή χονδρικής ειδών οπωρολαχανοπωλείου. Ότι, περαιτέρω, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης που κατήρτισε με το εναγόμενο νοσηλευτικό ίδρυμα, συναφθεισών μεταξύ αυτής και του εναγομένου από τις 23.2.2017 έως και τις 18.10.2017, χωρίς την τήρηση της απαιτούμενης για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών διαδικασίας, πώλησε και παρέδωσε, στο τελευταίο τα περιγραφόμενα, κατ’ είδος, ποσότητα και τίμημα προϊόντα (φρούτα και λαχανικά, για τα οποία εξέδωσε τα επισυναφθέντα στο αγωγικό δικόγραφο τιμολόγια πώλησης και τα αντίστοιχα δελτία αποστολής. Ότι, άπαντα τα ως άνω τιμολόγια, δυνάμει σχετικού όρου που αναγράφεται σε καθένα εξ’ αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του Π.Δ. 166/2003, ήταν πληρωτέα με πίστωση 60 ημερών, το δε συνολικό τίμημα από τις ανωτέρω πωλήσεις ανήλθε στο συνολικό ποσό των …. ευρώ. Ότι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της (ενάγουσας), το εναγόμενο εξακολουθεί να της οφείλει από τις διαδοχικές αυτές πωλήσεις το ανωτέρω ποσό. Ότι, επικουρικά και σε περίπτωση που θεωρηθούν άκυρες οι ως άνω διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, από την εκτέλεσή τους το εναγόμενο νοσοκομείο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας της (ενάγουσας) κατά το άνω ποσό, καθώς παρέλαβε τα μεταβιβασθέντα προϊόντα και τα χρησιμοποίησε για τις ανάγκες του, εξοικονομώντας έτσι το ποσό των ….. ευρώ, που αντιστοιχεί στο συμφωνηθέν τίμημα και στην ανεξόφλητη αξία των εκδοθέντων ένδικων τιμολογίων και το οποίο (ποσώ θα κατέβαλε σε αυτήν, εάν υφίσταντο έγκυρες συμβάσεις, ότι, τέλος, αν και το εναγόμενο φέρει αποκλειστική ευθύνη για την σύναψη των επίδικων άκυρων συμβάσεων πώλησης και μολονότι αυτή (ενάγουσα) παρέδωσε τα προϊόντα στο πρώτο, εντούτοις αυτό (εναγόμενο) αρνείται να εκδώσει την προβλεπόμενη αναγκαία διαταγή προς πληρωμή του ανωτέρω οφειλόμενου ποσού, ώστε να καταβάλει το αντίτιμο της παροχής και της προμήθειας των προϊόντων που ανεπιφύλακτα παρέλαβε και κατανάλωσε. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά η ενάγουσα, κατ’ ορθή εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου ζητά να υποχρεωθεί το εναγόμενο, επί τη βάσει της εvδοσυμβατικής ευθύνης, επικουρικά επί τη βάσει του αδικαιολογήτου πλουτισμού. άλλως και όλως επικουρικά επί τη βάσει της αδικοπρακτικής ευθύνης, να της καταβάλει το ποσό των …. ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα της παράδοσης των και έκαστων εμπορευμάτων μέχρι την εξόφληση κατ’ άρθρο 911 παρ.2 ΑΚ ή από την επομένη ημέρα της έκδοσης των ένδικων τιμολογίων, άλλως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την παραλαβή των εμπορευμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 περ. α. δ και 3 του ΠΔ 166/2003. άλλως και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου υποπαρ. Ζ.4 και Ζ.5 του Ν. 4152/2013 από την επομένη της παρέλευσης των 60 ημερών από την παραλαβή των πωληθέντων εμπορευμάτων ότε και κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά τα εκδοθέντα επί πιστώσει τιμολόγια, άλλως και όλως επικουρικά από την επίδοση της αγωγή και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, ζητά να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί το εναγόμενο στα δικαστικά της έξοδα. τα οποία σύμφωνα με τον προσαρτημένο στο αγωγικό δικόγραφο πίνακα ανέρχονται στο ποσό των ……. ευρώ. Με αυτό το περιεχόμενο, η υπό κρίση αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την 1.8.2018, ήτοι πριν την έναρξη ισχύς του άρθρου 205 Α Ν.4412/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 43 παρ. 24 Ν.4605/2019 (ΦΕΚ Α 52/1.4.2019, έναρξη ισχύος 1.7.2019) παραδεκτά ασκείται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία, διότι υπό τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο οι επίδικες συμβάσεις πώλησης καταρτίστηκαν χωρίς τη διαδικασία δημοσίων συμβάσεων προμηθειών, χωρίς την ύπαρξη σχετικών έγγραφων παραγγελιών εκ μέρους του εναγομένου νοσοκομείου, δεν περιέχουν, και σε κάθε περίπτωση το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να διαγνώσει αν περιέχουν, ρήτρες που προβλέπονται κανονιστικά και παρεκκλίνουν από το κοινό δίκαιο και δημιουργούν υπέρ του εναγομένου ΝΠΔΔ τη δυνατότητα να επεμβαίνει μονομερώς στη σύμβαση, έτσι ώστε να βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση απέναντι στην αντισυμβαλλόμενή του εταιρεία. δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στο δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό, προϋπόθεση από την οποία, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα εξαρτάται κυρίως ο χαρακτηρισμός μίας σύμβασης ως διοικητικής. Επομένως, η ένδικη αγωγή για πληρωμή του τιμήματος των μεταξύ των διαδίκων συναφθεισών διαδοχικών συμβάσεων πώλησης οπωροκηπευτικών ειδών δεν δημιουργεί διοικητική διαφορά ουσίας, καθόσον δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου η οποία να συνδέει τους διαδίκους, αλλά αντιθέτως οι ένδικες διαδοχικές συμβάσεις πώλησης διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο, αποτελούν ιδιωτική διαφορά και επομένως η εκδίκασή της υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή, η οποία παραδεκτά και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ επιδόθηκε στο εναγόμενο (βλ. την υπ’ αριθμ. 10904/3.8.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, που έχει έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Δημητρίου Πολυζώη) αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. το οποίο είναι καθ’ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (αρ.7, 9, 14 παρ.2, 22, 25παρ. 2 και 33 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Επιπλέον, για τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, οι διάδικοι προκατέθεσαν εμπροθέσμως προτάσεις (αρθρ. 237 παρ. 1 ΚΠολΔ όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τα άρθρα 12 και 120 Ν.4842/2021, ΦΙΞΚ Α 190), συνυποβάλλοντας τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους (αρθ. 96, 237 παρ. lβ του ΚΠολΔ – βλ. το υπ’ αριθμ. 3568/9.11.2021 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίας Ελευθερίου Κουτσιδάκη σε συνδυασμό με το από 4.12.2018 πρακτικό συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της ενάγουσας, Μαρίας συζύγου Νικολάου Πουλαντζά το γένος Φωκίωνος Αγρέβη και το υπ αριθμ. 1832/29.1.2018 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Χατζηαντωνίου), ενώ για το παραδεκτό της κατάθεσης των προτάσεών τους προσκόμισαν κατ’ άρθρο 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, τα υπ’ αριθμ. ΓΙ1748249/2018 και ΓΙ1747355/2018 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών του ΔΣΑ αντιστοίχως. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, καθώς παρά τα περί του αντιθέτου από το εναγόμενο υποστηριζόμενα στα ενσωματωμένα στην αγωγή τιμολόγια πώλησης αναφέρονται αναλυτικά τα πωληθέντα εμπορεύματα, κατά είδος, ποσότητα, τιμή μονάδος και συνολική αξία. Ωστόσο, σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, η αγωγή ως προς την κύρια εvδοσυμβατικής της βάση τυγχάνει απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, καθόσον, κατά τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο, οι επίδικες διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, κατά τη διάρκεια του έτους 2017, αφορούν σε ομοειδή προϊόντα- οπωροκηπευτικά είδη, η δε ετήσια συνολική δαπάνη του εναγομένου ανέρχεται σε …. ευρώ και συνεπώς υπερβαίνει κατά πολύ το προβλεπόμενο στο νόμο συνολικό ποσό των 20.000,00 ευρώ με ΦΙΠΑ. στο οποίο ανέρχεται η ετήσια ανώτερη επιτρεπόμενη δαπάνη για κατάρτιση συμβάσεων από αυτό, ως ΝΠΔΔ, με απευθείας ανάθεση, χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμού, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση συνδρομής έτερου νόμιμου λόγου, κατά παράβαση όσων ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ.11 και 118 παρ.1του Ν.4412/2016, ως ίσχυαν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Επομένως. ο επιμερισμός της ετήσιας αυτής δαπάνης σε επιμέρους μικρότερες με τα προαναφερόμενα τιμολόγια οδηγεί σε καταστρατήγηση των ανωτέρω νόμιμων διαδικασιών ανάθεσης και αντιστρατεύεται το περιεχόμενο των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως σκοπό έχουν τη διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού και του δημόσιου συμφέροντος. Για το λόγο αυτό, οι επίδικες συμβάσεις είναι απολύτως άκυρες στο σύνολό τους, κατά τα άρθρα 3 και 174 ΑΚ, με συνέπεια να θεωρούνται ως μη γενόμενες (άρθρο 180 ΑΚ). Ως προς την επικουρικής σωρευόμενη βάση της αδικοπρακτικής ευθύνης του εναγομένου, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, διότι το πταίσμα του εναγομένου, που επικαλείται η ενάγουσα για την επέλευση της ζημίας, ήτοι η υπερημερία αυτού ταυτίζεται κατά το πραγματικό του περιεχόμενο με την παραβίαση της σύμβασης και δεν μπορεί από μόνο του να θεμελιώσει αδικοπραξία, αφού δεν μπορεί να έχει συνέπειες ανεξάρτητες από την συμβατική σχέση, χωρίς να εκτίθενται πρόσθετες περιστάσεις ή πραγματικά περιστατικά. τα οποία θα αποτελούσαν παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου ακόμη και χωρίς την ύπαρξη του συμβατικού συνδέσμου. Εξάλλου, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει νόμιμη ως προς την επικουρικώς σωρευόμενη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εδραζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 158. 159§1,180,346 και 904επ. ΑΚ. 7 § 2 του ΝΔ 496/1974, 176. 190, 907, 908 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι το επικουρικό αίτημα περί τοκοδοσίας αίτημα από την επομένη ημέρα της παράδοσης των καθ’ έκαστων εμπορευμάτων, άλλως από την επομένη ημέρα της έκδοσης των ένδικων τιμολογίων. άλλως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την παραλαβή των εμπορευμάτων τυγχάνει απορριπτέο τυγχάνει απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, καθώς, στην περίπτωση στηριζόμενης στον αδικαιολόγητο πλουτισμό αξίωσης, η τοκογονία καθορίζεται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου 7 § 2 του Ν.Δ. 496/1974 (Εφ. Αθ. 700/2014. ΤΝΠ ΟΜΟΣ. Εφ.ΑΘ. 2422/2012 ΔΕΕ 2012.1015). από την οποία προκύπτει ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ. είναι 6% ετησίως, ενώ για την έναρξη της υποχρέωσης των Ν.ΓΙ.Δ.Δ. να καταβάλλουν τόκους επί των πάσης φύσεως προς τρίτους οφειλών τους. δεν αρκεί εξώδικη όχληση του δανειστή, ούτε, κατά μείζονα λόγο, παρέλευση της δήλης ημέρας πληρωμής της κύριας οφειλής, ακόμη και αν έχει συμφωνηθεί, αλλά απαιτείται να γίνει επίδοση της σχετικής περί αυτής αγωγής. η οποία και μόνο. ως διαδικαστική πράξη. συνεπάγεται την τοκογονία των ληξιπρόθεσμων χρεών τους (ΑΕΔ 7/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ. AΠ 1362/2013. ΑΠ 2259/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, νόμιμο, ερειδόμενο στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 7 § 2 του Ν.Δ. 496/1974, ως και σε αυτή του άρθρου 346 ΑΚ. τυγχάνει το επικουρικά προβαλλόμενο αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης τόκων από την επίδοση της αγωγής και μόνο για το αναφερθέν ποσοστό. Επίσης, νόμιμο είναι το αίτημα για την κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 907. 908 παρ. 1 ΚΠοΔ, διότι το άρθρο 909 περ. 1 ΚΠολΔ, το οποίο απαγορεύει την προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου, Δήμων ή Κοινοτήτων αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου, της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και νομιμότητας, καθώς και στη συνταγματική επιταγή για δημοκρατική νομιμοποίηση και νομιμότητα της άσκησης της δικαστικής λειτουργίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 26 παρ, 3, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του με τον. 2462/1997 κυρωθέντος Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, επιβάλλουν το επιτρεπτό της κατά του Δημοσίου κ.λπ. αναγκαστικής εκτέλεσης, ανεξάρτητα από το είδος του εκτελεστού τίτλου, που αποτελεί το θεμέλιο αυτής. Οι διατάξεις αυτές, που δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλόμενων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων, που υπάγονται στα πεδίο εφαρμογής τους. Οι ανωτέρω διατάξεις εγγυώνται, όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε Δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος. που επιδικάζεται από το Δικαστήριο. Το δικαίωμα δηλαδή αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο Δικαστήριό θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητα της. Από τους πιο πάνω κανόνες δικαίου, που καθιερώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία. στην οποία περιλαμβάνεται, εκτός από την οριστική, και προσωρινή δικαστική προστασία, έπεται, ότι δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 909 ΚΠολΔ. διότι με βάση τους παραπάνω νόμους επιβάλλεται το επιτρεπτό της κατά του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. αναγκαστικής εκτέλεσης, ανεξάρτητα από το είδος του εκτελεστού τίτλου, που αποτελεί το θεμέλιο αυτής. Τίτλο, δε, εκτελεστό αποτελούν και οι οριστικές αποφάσεις, που έχουν κηρυχθεί προσωρινό εκτελεστές (άρθρο 904 παρ. 2α ΚΠολΔ), η εκτέλεση των οποίων εξάλλου υλοποιείται μετά ίδια μέσα. Η βασική δικονομική προϋπόθεση της ισότητας των δια δικών δεν συγχωρεί τη μη δυνατότητα εκτέλεσης σε βάρος των παραπάνω. Η διοίκηση δεν επιτρέπεται, να μειώνει την δραστικότητα δικαστικής απόφασης, που κρίθηκε προσωρινά εκτελεστή και εκδόθηκε σε βάρος της και της οποίας η ορθότητα μόνο δικαστικοί μπορεί να ελεγχθεί δηλ. από ιεραρχικά ανώτερο Δικαστήριο (ΟλΑΠ 17/2002. ΟλΑΠ 21/2001, ΕφΑθ 552/2018 τνπ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό αντικείμενό της καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’αριθμ. 247197256959 0204 0019 ηλεκτρονικό παράβολο εξοφλημένο) και χωρίς, παρά τα περίπου αντιθέτου από το εναγόμενο υποστηριζόμενα, να συντρέχει λόγος αναστολής της έκδοσης οριστικής απόφασης στην παρούσα δίκη, με βάση το άρθρο 17 του ν. 2145/ Ι 993 (όπως αυτ6 ίσχυε πριν την ρητή κατάργηση του με το άρθρο 49 παρ. Ι Ν.4786/2021.Φ Κ Α 43/23.3.2021), καθώς η διάταξη αυτή θεωρείται, ως σιωπηρής καταργηθείσα υπό την έναρξη ισχύος του Ν.2717/1999 « Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας», σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 285 του ίδιου Κώδικα (ΔΕφΑθ 446/2016. ΔΕφΑθ 4886/2013. ΔtφΑθ 1986/2010. ΔΕφΑθ 2396/2009 τνπ ΝΟΜΟΣ. βλ. αντιθ. ΑΠ 457/2007 ΝοΒ 55/1650. επί υπόθεσης που είχε προσκομισθεί σχετική βεβαίωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου).
Κατά το άρθρο 300 ΑΚ. που ορίζει ότι αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικαστεί αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της, με σαφήνεια προκύπτει. ότι για την εφαρμογή της έχει σαν βασική προϋπόθεση την ύπαρξη ευθύνης προς αποζημίωση αδιάφορα αν ο γενεσιουργός λόγος της είναι η ενδοσυμβατική ή εξωσυμβατική ή προσυμβατική ευθύνη αντικειμενική ή υποκειμενική. Επομένως, στην περίπτωση ευθύνης από αδικαιολόγητο πλουτισμού, στον οποίο αναζητείται η ωφέλεια που αποκόμισε ο λήπτης, είτε θετικά (βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης), είτε αρνητικά (μη ελάττωση αυτής), είναι πρόδηλο ότι δεν έχουμε περίπτωση ευθύνης σε αποζημίωση, γιατί πράγματι ο αδικαιολογήτως πλουσιότερος δεν αποζημιώνει, αλλ’ αποδίδει την ωφέλεια που απέκτησε, ώστε εναντίον της απαίτησης αυτής δεν προβάλλεται η ένσταση του άρθρ. 300 ΑΚ. Επιπρόσθετος λόγος είναι, 6τι η απαίτηση αδικαιολογήτου πλουτισμού. δεν έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη παράνομης ή υπαίτιας πράξης, συνεπώς υπάρχει και σε περίπτωση υπαιτιότητας εκείνου που ζημιώθηκε άρα και συνυπαιτιότητάς του (ΕφΑθ 7084/2019, ΕφΚερκ 74/2017, Εφθεσ 2473/2009. ΕφΑθ 44/2006. ΕφΠειρ 1104/1997. ΤΝΠ Νόμος. ΕφΑθ 2481/1987. ΑρχΝ 39.402. ΕφΑθ 2075/1986. ΝΕλλΔνη 27.835).
Το εναγόμενο με τις έγγραφες προτάσεις του ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα εταιρεία βαρύνεται με συνυπαιτιότητα. διότι εξ οικείου πταίσματος συνετέλεσε στην ακυρ6τητα των επίδικων διαδοχικών συμβάσεων (300ΑΚ), καθώς. αυτή (ενάγουσα) τυγχάνει έμπειρη έμπορος με μακρά συναλλακτική δράση τόσο στο εμπόριο εν γένει όσο και με το εναγόμενο και συνεπώς είχε πλήρη γνώση του ισχύοντος νομικού καθεστώτος και των συνεπειών από τη μη τήρηση αυτού. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου περί συνυπαιτιότητας. τον οποίο επιχειρεί να θεμελιώσει στο άρθρο 300ΑΚ. τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. καθόσον, σύμφωνα με τα προειρημένα στην αμέσως ως άνω μείζονα σκέψη. δεν μπορεί να προβληθεί κατά των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ).
Από την υπ’ αριθμ. 12285/2018 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών που νομίμως επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας λήφθηκε μετά από νόμιμη πριν από δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες κλήτευση του εναγομένου (άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ βλ. την υπ’ αριθμ. 10904/3.8.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, που έχει έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Δημητρίου Πολυζώη) και όλα τα νόμιμα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων που καταρτίστηκαν μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου, η πρώτη πώλησε και παρέδωσε στο δεύτερο οπωροκηπευτικά είδη, εκδίδοντας τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα τιμολόγια πώλησης και δελτία αποστολής, στα οποία αναφέρονται αναλυτικά κατά είδος, ποσότητα, τιμή μονάδος και συνολική αξία, τα πωληθέντα εμπορεύματα, για τις οποίες (διαδοχικές συμβάσεις) δεν τηρήθηκε έγγραφος τύπος, την ύπαρξη του οποίου εξάλλου δεν επικαλούvται οι διάδικοι, ούτε αποδείχθηκε ότι τηρήθηκε η απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1. 3. 5, 6. 26. 27, 28, 32, 116, 117 και 118 του v. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειώv και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», διαδικασία σύναψής τους. Ειδικότερα, η ενάγουσα εξέδωσε τα κάτωθι αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης και δελτία αποστολής : [….]
Άπαντα, δε, τα εμπορεύματα παρελήφθησαν από το εναγόμενο, χωρίς, ωστόσο, το εναγ6μενο να καταβάλει κάποιο ποσό προς εξόφληση αυτών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ζήτημα αν έχει τεθεί η υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου του εναγόμενου ή άλλου προσώπου, έχοντος τη σχετική εξουσία εκπροσώπησής του στα επίδικα τιμολόγια πώλησης δεν έχει έννομη επιρροή, αφού αυτά χρησιμοποιούνται για φορολογικούς λόγους και υπογραφή του αποδέκτη αυτών δεν είναι απαραίτητη, καθώς αποτελούν απλώς αποδεικτικά μέσα των συμβάσεων, συνεκτιμώμενα ελεύθερα ως τεκμήρια (ΕφΠεφ 419/2020 τνπ ΝΟΜΟΣ). Κατά τα λοιπά, ως προς το ανωτέρω συνολικό ποσό των 62.883.53 ευρώ. το οποίο το εναγόμενο δεν κατέβαλε στην ενάγουσα, το πρώτο κατέστη σε βάρος της περιουσίας της δεύτερης αδικαιολόγητα πλουσιότερο, κατά το ποσό αυτό. στο οποίο ανέρχεται η χρηματική αποτίμηση των ανωτέρω παραδοθέντων εμπορευμάτων – οπωροκηπευτικών ειδών, στο ίδιο δε ποσό ανέρχεται η δαπάνη στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προέβαινε στην ανάθεση της προμήθειας των ίδιων εμπορευμάτων σε τρίτο, με έγκυρη σύμβαση, την οποία δαπάνη εξοικονόμησε. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί το εναγόμενο νομικό πρόσωπο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των ….. ευρώ, με το νόμιμο τόκο 6%, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι ώστε να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή ούτε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεσή της θα προκαλέσει στην ενάγουσα σημαντική ζημία. Τέλος. λόγω των πραγματικών δυσχερειών ως προς την αληθινή έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθ. 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των ………… με το νόμιμο τόκο 6% από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων μερών

Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών 15302/2019

Τμήμα 15ο Τριμελές

Δικαστές: Βασιλική Παπαλαΐου, Γεώργιος Μπακρισιώρης, Ιωάννα Ρηγοπούλου, Πάρεδρος 

Δικηγόροι: Ευάγγελος Αγγελόπουλος, Δημήτρης Γίτσας

Νομικές Διατάξεις: 276 ΚΔΔ, 105, 106 Εισ.Ν.Α.Κ, 

 

Απαλλαγή από την καταβολή δικαστικού ενσήμου λόγω χορήγησης στην ενάγουσα ευεργετήματος πενίας. Στοιχεία ορισμένου αγωγής με βάση τα άρθρα 105, 106 ΕισΝΑΚ. Απόρριψη ως αόριστης της επικουρικής βάσης περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. 

 

Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθεί το εναγόμενο Νοσοκομείο, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλει σε αυτήν, νομιμοτόκως, το συνολικό ποσό των 1.821.692 ευρώ (εκ των οποίων ποσό 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, ποσό 11.692 ευρώ για δαπάνες νοσηλείας, υδροθεραπείας και φυσικοθεραπείας και ποσό 1.710.000 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη) ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105-106 Εισ.Ν.Α.Κ., για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη από παράνομες πράξεις και παραλείψεις οργάνων του εναγομένου, εξαιτίας των οποίων, κατ’ αυτήν, στερήθηκε την υπαγωγή της στις ευεργετικές διατάξεις της νομοθεσίας περί εργατικού ατυχήματος. Επικουρικώς, δε, ζητά την καταβολή του ως άνω ποσού, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 Α.Κ.).

Επειδή, εξάλλου, για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω χορήγησης στην ενάγουσα ευεργετήματος πενίας [κατ’ άρθρο 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.2717/1999, ΦΕΚ Α’ 97), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 30 του ν.4274/2014 (ΦΕΚ Α’ 147) και το άρθρο 28 του ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α’ 240)] και απαλλαγής της από τη σχετική υποχρέωση (σχ.η 2416/2018 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών). 

Επειδή, στο άρθρο 71 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ορίζεται ότι: «Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει, κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου» και στο άρθρο 73 παρ.1 ότι: «Το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 45, πρέπει να περιέχει και: α) καθορισμό της έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η αξίωση, β) σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και τους λόγους που θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση και γ) σαφώς καθορισμένο αίτημα». Εξάλλου, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (εφεξής «Εισ.Ν.Α.Κ.», π.δ. 456/1984, ΦΕΚ Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…» και στο άρθρο 106 αυτού, ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους.». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, σε περίπτωση αγωγής κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, την παράνομη πράξη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη έκδοσης νόμιμης πράξης ή παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης υλικής ενέργειας, από την οποία απορρέει η αξίωση προς αποζημίωση, σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών και τους λόγους που θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση (ΣτΕ 2526/2017, 324/2015, 3141/2011, 8/2010).

Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αναπτύσσεται με από 25.9.2019 νομίμως κατετεθέν υπόμνημα, η ενάγουσα προβάλλει τα κάτωθι: Το έτος 1999 και συγκεκριμένα, το πρώτο εξάμηνο παρακολούθησης προγράμματος του Ο.Α.Ε.Δ. (15.12.1998 έως 12.5.1999) με το σύστημα της Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης στην ειδικότητα «Υπάλληλοι γραφείου σε θέματα διοικητικής υποστήριξης υπηρεσιών», διάρκειας 600 ωρών, υπέστη σοβαρό τραυματισμό στον αριστερό ώμο της «λόγω υπερπροσπάθειας και βίαιας/κοπιώδους κίνησης». Την 14.9.1999, ως ιστορεί στην αγωγή της, επισκέφθηκε ιατρό του Ι.Κ.Α., ο οποίος την υπέβαλε σε διάφορες θεραπείες «από τις οποίες το τραύμα όχι μόνο δεν επουλώθηκε, αλλά μάλιστα επιδεινώθηκε», ενώ ακολούθως, την 9.8.2004, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση (αρθροσκόπηση ώμου-ακρωμιοπλαστική) σε ιδιωτική κλινική, στην οποία, όπως αναφέρει, την παρέπεμψαν όργανα του εναγομένου, συνεπεία δε της επέμβασης αυτής εμφανίστηκαν στην ενάγουσα βαριά κινητικά προβλήματα, τα οποία κατέστησαν σχεδόν μη λειτουργικό το αριστερό της χέρι και ώμο. Μετά την ως άνω χειρουργική επέμβαση, η ενάγουσα διατείνεται ότι δεν μπορούσε πλέον να ασκήσει το επάγγελμα της (καθηγήτρια σε Ι.Ε.Κ. ή σε φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης) ενώ κατέστη μερικώς και διαρκώς ανίκανη προς (πάσα) εργασία, «ανικανότητα», που, κατ’ αυτήν, «συνδέεται αιτιωδώς» και προέρχεται «ολοκληρωτικώς από το ανωτέρω συμβάν» και έκτοτε αντιμετωπίζει πρόβλημα βιοπορισμού. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι στερήθηκε της υπαγωγής της στις ευεργετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί εργατικών ατυχημάτων, ως εδικαιούτο, ώστε να λάβει αποζημίωση από τον Ο.Α.Ε.Δ. ή τον αρμόδιο ασφαλιστικό οργανισμό, εξαιτίας της παράνομης παράλειψης του εναγομένου και των οργάνων αυτού, να της κοινοποιήσουν, ως όφειλαν, κατά την ίδια, «είτε οι ίδιοι οίκοθεν δια της διοικητικής οδού, είτε ενημερώνοντάς» την «προσηκόντως» ότι το ιατρικό συμβάν που υπέστη χαρακτηρίζεται ως εργατικό ατύχημα και έπρεπε, προκειμένου να υπαχθεί στις οικείες διατάξεις, να το κοινοποιήσει στον Ο.Α.Ε.Δ. και τον ασφαλιστικό οργανισμό που υπάγεται, προκειμένου να εκκινήσουν οι σχετικές διαδικασίες. Τέλος, ισχυρίζεται ότι η ως άνω συμπεριφορά του εναγομένου αντίκειται στην αρχή της νομιμότητας και στην αρχή προστασίας του διοικουμένου. Ενόψει, δε, των ανωτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη ζημία από τις προπεριγραφόμενες παράνομες παραλείψεις του εναγομένου και ζητά να υποχρεωθεί το τελευταίο να της καταβάλει, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση: α) ποσό 100.000 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατ’ αυτήν, στην αποζημίωση που θα ελάμβανε από τον Ο.Α.Ε.Δ. ή το ασφαλιστικό ταμείο λόγω της διαρκούς μερικής ανικανότητάς της για εργασία, β) το συνολικό ποσό των 1.710.000 ευρώ που αντιστοιχεί στα, επί 19 έτη, διαφυγόντα κέρδη της λόγω ματαίωσης, εξαιτίας της ανικανότητάς της προς εργασία, του υπό επεξεργασία κατά την επίδικη περίοδο, επιχειρηματικού της σχεδίου λειτουργίας δικής της επιχείρησης φροντιστηρίου μέσης εκπαίδευσης από το οποίο θα προσποριζόταν, ως διατείνεται, ετήσιο καθαρό εισόδημα 90.000 ευρώ, άλλως -επικουρικώς, όπως αιτείται- το ποσό 88.152,68 ευρώ, που αντιστοιχεί στις αποδοχές που θα ελάμβανε αν απασχολούνταν ως διοικητικός υπάλληλος Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα και γ) το συνολικό ποσό των 11.692 ευρώ, αναλυόμενο σε ποσό 11.092 ευρώ για δαπάνες νοσηλείας/υδροθεραπειών στις οποίες υποβλήθηκε προς ανάκτηση των κινητικών της δυνάμεων, ως εκθέτει, από το έτος 2005 έως και την άσκηση της αγωγής της και σε ποσό 600 ευρώ για δαπάνες φυσικοθεραπευτικής αγωγής. Τέλος, επικουρικώς ζητά την καταβολή των ως άνω ποσών, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 Α.Κ.) και να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή. Προς απόδειξη δε, των ως άνω ισχυρισμών της, η ενάγουσα προσκόμισε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 25.9.2019 έγγραφα, που όμως, δεν λαμβάνονται υπόψη, καθότι προσκομίσθηκαν απαραδέκτως με το υπόμνημα μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και όχι προαποδεικτικώς μέχρι την προτεραία της συζήτησης, κατ’ άρθρο 150 του Κ.Δ.Δ. (πρβλ.ΣτΕ 1993/2016 σκ.11 και ΣτΕ 1157/2014 σκ.9).

Επειδή, το εναγόμενο Νοσοκομείο, με την 13452/16.9.2019 έκθεση απόψεών του, υποστηρίζει ότι η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί, καταρχάς, ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, καθόσον στο δικόγραφο αυτής δεν αναφέρονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που αφορούν στο εν λόγω Νοσοκομείο, ούτε συγκεκριμένα πρόσωπα που θα μπορούσαν να ευθύνονται σε σχέση με τα αναφερόμενα στην αγωγή και περαιτέρω, ότι, πάντως, δεν συνδέεται αιτιωδώς η ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη η ενάγουσα με πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου, ότι δεν προσδιορίζεται ο τρόπος υπολογισμού του ύψους της ζημίας την αποκατάσταση της οποίας ζητά με την αγωγή και τέλος, αρνείται την αγωγή, επικαλούμενο αποκλειστική ευθύνη της ενάγουσας ως προς την πρόκληση του προβλήματος στην υγεία της.

Επειδή, από το εκτεθέν στην τέταρτη σκέψη της παρούσας περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι αυτό δεν περιλαμβάνει, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ.1 του Κ.Δ.Δ., σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αξίωση της ενάγουσας κατά τα άρθρα 105 – 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., με συνέπεια η ένδικη αγωγή να παρίσταται αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Και τούτο διότι, στο εν λόγω δικόγραφο δεν εκτίθεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο σε τι συνίσταται η αποδιδόμενη στο εναγόμενο παρανομία με συγκεκριμένη αναφορά στις παραλείψεις της διοίκησης καθώς και στις διατάξεις που παραβιάστηκαν, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο τυχόν παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, παρά μόνο γίνεται αόριστη αναφορά στην παράλειψή τους να ενημερώσουν την ενάγουσα για τη δυνατότητα υπαγωγής της στις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί εργατικών ατυχημάτων χωρίς ουδεμία μνεία της σχέσης της με το εν λόγω Νοσοκομείο και την ανάμειξη των οργάνων του στα ιστορούμενα στην αγωγή της συμβάντα. Ακολούθως, η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα και κατά την επικουρική βάση της, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί αδικαιολόγητου πλουτισμού του εναγομένου κατ’ άρθρο 904 Α.Κ. προβάλλεται αορίστως καθώς δεν γίνεται επίκληση από την ενάγουσα με συγκεκριμένο τρόπο άλλων πραγματικών περιστατικών, διάφορων εκείνων με τα οποία επιχειρεί να στηρίξει την κύρια βάση της αγωγής (πρβλ.ΣτΕ 528/2014).

Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί, όμως, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, η ενάγουσα πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη του εναγομένου (άρθρο 275 παρ.1ε’ του Κ.Δ.Δ.).

ΣΤΕ 1003/2020

Τμήμα ΣΤ’ 

Σύνθεση: Δ. Αλεξανδρής, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, Κ.  Φιλοπούλου,  Ε.  Παπαδημητρίου,  Σύμβουλοι,  Κ.  Κατρά, Π. Χαλιουλιας, Πάρεδροι 

Δικηγόροι: Ιωάννης Κουμέττης, Δημήτρης Γίτσας

Νομικές Διατάξεις : π.δ. 88/2019, ν. 3900/2010

Απόρριψη αίτησης αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ ως απαράδεκτης διότι ασκήθηκε για διαφορά που υπολείπεται του ποσού που ορίζεται ως όριο για να επιτραπεί η άσκηση  της αίτησης. 

Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 5032/2015 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αγωγή της αναιρεσείουσας σχετική με διαφορά που ανέκυψε κατά την εκτέλεση της 113/16.7.2007 σύμβασης προμήθειας οφθαλμολογικών φακών που είχε συνάψει με το «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ “ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ”», του oπoίoυ καθολικός διάδοχος τυγχάνει το αναιρεσίβλητο Νοσοκομείο. Με την αγωγή της αυτή η αναιρεσείουσα είχε ζητήσει να υποχρεωθεί το αναφεσίβλητο να της καταβάλει α) είτε ως οφειλόμενο συμβατικό τίμημα, είτε κατόπιν διάπλασης της συμβατικής σχέσης κατ’ επίκληση των άρθρων 288 και 386 Α,Κ., το ποσό των 58.190,29 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο ποσοστό 53,50%, κατά το οποίο απομειώθηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, η αξία των ομολόγων που δόθηκαν σε αυτήν από το Ελληνικό Δημόσιο στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 27 του ν. 3867/2010 ρύθμισης των οφειλών των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. προς τους προμηθευτές τους, και το οποίο ποσό αφορούσε σε είδη που είχε παραδώσει δυνάμει τιμολογίων πώλησης-δελτίων αποστολής σε εκτέλεση της προαναφερθείσας σύμβασης και β) το ποσό των 25.897,13 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε τόκους επί της αξίας των ίδιων ως άνω τιμολογίων. Επικουρικώς, με την αγωγή της η αναιρεσείουσα είχε ζητήσει την καταβολή των ανωτέρω ποσών με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Επειδή κατά τη δικάσιμο της 14.10.2019, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας ζήτησε, με αίτηση που υποβλήθηκε την ίδια ημερομηνία, συνοδευόμενη από το υπ’ αριθ. 301938720959 1210 0022 ηλεκτρονικό παράβολο, την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης, κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο, πρέπει , σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του π.δ. 18/1989 ( η οποία- παράγραφος- είχε προστεθεί από 23.01.017 με το άρθρο 36 παρ. 1 του ν. 446/2016, Α’ 240 και αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 40 παρ. 2 του ν. 4465/2017, Α’ 47) , να αποδοθεί το ως άνω παράβολο στην αιτούσα. 

Επειδή, στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), που άρχισε να ισχύει κατά το άρθρο 70 του ίδιου νόμου από 1.1.2011 και όπως η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α’ 240/22.12.2016), που άρχισε να ισχύει , σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού, από τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται τα εξής: «3. Η αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι δεν υπάρχει αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου…. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ… Ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις το όριο αυτό ορίζεται στις διακόσιες χιλιάδες ευρώ…». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για το παραδεκτό της αιτήσεως απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων, δηλαδή τόσο του ελάχιστου ποσού της διαφοράς όσο και των αναφερομένων στην παράγραφο 3 προϋποθέσεων (ενδεικτικώς ΣτΕ 1873/2012 επταμ. 1746/2017, 1077/2018). Ισχυρισμοίl, συνεπώς, του αναιρεσείοντος, οι οποίοι ερείδονται στο άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, είναι απορριπτέοι, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς υπολείπεται του ως άνω νομίμου ορίου (ΣτΕ 4688, 3514, 99/2014, 569/2015, 2271/2017, 241/2019), Εξ άλλου, όταν με  την  αίτηση αναιρέσεως αμφισβητείται τόσο το ποσό της κύριας απαίτησης όσο και το ποσό των τόκων, δηλαδή παροχής παρεπόμενου χαρακτήρα, το αντικείμενο της διαφοράς, από το ύψος του οποίου εξαρτάται το παραδεκτό της αίτησης, προσδιορίζεται με βάση το ποσό της κύριας απαίτησης, ανεξαρτήτως αν προβάλλονται και αυτοτελείς αιτιάσεις κατά του κεφαλαίου της απόφασης που αναφέρονται στους τόκους, οι οποίοι αποτελούν παρεπόμενη απλώς αξίωση (Σ.τ.Ε, 1077/2016 κ.α,).

Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε στις 5.5.2016, διέπεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 3900/2010. Με την αίτηση αυτή άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά με χρηματικό αντικείμενο, το ύψος του οποίου αντιστοιχεί, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στο κύριο αίτημα της αγωγής της αναιρεσείουσας περί καταβολής ποσού 56.190,29 ευρώ. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, εφόσον το ποσό της ένδειξης διαφοράς, η οποία αποτελεί διαφορά από διοικητική σύμβαση, υπολείπεται του ορίου των 200.000 ευρώ, δεν επιτρέπεται εν προκειμένω η άσκηση αίτησης αναίρεσης σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει. Οι δε προβαλλόμενοι με τo εισαγωγικό δικόγραφο ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας ότι η παρούσα διαφορά δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα και ότι δεν συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος του περιορισμού λόγω ποσού, ο οποίος τίθεται ειδικά ως προς τις διοικητικές συμβάσεις, διότι αφορά στην ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 27 του ν. 386712010, σε σχέση με τις απαιτήσεις της κατά του αναιρεσίβλητου Νοσοκομείου, ανεξαρτήτως του ύψους αυτών, και, συγκεκριμένα, στις προϋποθέσεις εξακολούθησης ισχύος, άλλως αναβίωσης, των απαιτήσεών της αυτών, λόγω απομείωσης, κατ’ εφαρμογή  του άρθρου  πρώτου  του  ν. 4050/2012, της αξίας των ομολόγων που δόθηκαν σε αυτήν από το Ελληνικό Δημόσιο στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 27 του ν. 3867/2010 ρύθμισης των οφειλών των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. προς τους προμηθευτές τους,  καθόσον  πρόκειται  «για  νομικά  ζητήματα  τα οποία τίθενται πάντοτε ενιαία, ανεξαρτήτως συγκεκριμένου αντικειμένου της σύμβασης και ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου αγωγικού αιτήματος», πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Και τούτο διότι, σε κάθε περίπτωση, αντικείμενο της κρινόμενης διαφοράς είναι το οφειλόμενο, σε εκτέλεση της προαναφερόμενης σύμβασης, συμβατικό τίμημα, το οποίο καταβλήθηκε στην αναιρεσείουσα μειωμένο, και κατά, συνέπεια, η διαφορά αυτή είναι διαφορά από διοικητική σύμβαση, ως προς την οποία ισχύει ο ως άνω περιορισμός της παραγράφου 4 του άρθρου 53  του π.δ. 18/1989. 

Εξάλλου, ενόψει των ανωτέρω γενομένων δεκτών, δεν ασκούν επιρροή οι ερειδόμενοι   στην  παράγραφο   3 του άρθρου  53  του  π.δ. 18/1989 ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας, οι οποίοι προβάλλονται με το εισαγωγικό δικόγραφο και αναφέρονται σε έλλειψη νομολογίας ως προς τα τιθέμενα με τους λόγους της κρινόμενης αίτησης ζητήματα

Επειδή, κατ’ ακολουθίαν πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως απαράδεκτη.

Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών  504/2020 (Τμήμα μισθωτικών διαφορών)

Δικαστής: Γεώργιος Ευαγγέλου

Δικηγόροι: Δημήτρης Γίτσας, Θεοδόσιος Βονόρτας.

Νομικές Διατάξεις: Ν. 3741/1929, 1117 ΑΚ, 1002 ΑΚ, 178,  179  και  281 ΑΚ, 17 παρ. 3 ΚΠολΔ

Διαφορά από συνιδιοκτησία. Χαρακτηρισμός ενός πράγματος ως κοινόχρηστου. Χώροι αποκλειστικής χρήσης. Άσκηση δικαιώματος καθ’ υπέρβαση της ΑΚ 281

Εκ των διατάξεων των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 5 εδ. α’ , 7 παρ. 1, 8 και 13 του Ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», που διατηρήθηκε  σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 54 του Εισαγωγικού νόμου αυτού, και 1117 του ΑΚ, συνάγεται ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή απ’ όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Μεταξύ των μερών αυτών περιλαμβάνονται, κατά ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η στέγη, οι καπνοδόχοι, οι αυλές, τα φρεάτια ανελκυστήρων, οι εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης, το ηλιακωτό δώμα. Εξάλλου, με βάση το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Ν. 3741/1929, η οποία ορίζει ότι «αδιαίρετος είναι η ιδιοκτησία και παντός άλλου πράγματος χρησιμεύοντος προς κοινήν των ιδιοκτητών χρήσιν», προσδιορίζονται τα κριτήρια υπαγωγής στην ομάδα των κοινοκτήτων και  κοινοχρήστων  μερών της οικοδομής,  που δεν αναφέρονται ρητά στη συμφωνία ή στο νόμο. Ειδικότερα, ο προσδιορισμός των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων αυτών μερών, γίνεται, είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, κατά τα άρθρα 4 παρ.:1, 5 και 13 του Ν. 3741/1929, δηλαδή με σύμφωνη απόφασή τους, που πρέπει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί. Αν τούτο δεν γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτα από την ως άνω δικαιοπραξία, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός, που -προβλέπεται  από  τις ως άνω διατάξεις  (ΟλΑΠ 5/1991 ΕλλΔνη 1991, 750,  ΑΠ 1143/2019  και 1655/2018  δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην  τελευταία  περίπτωση,  κριτήριο  για  το  χαρακτηρισμό   πράγματος ως κοινόκτητου και κοινόχρηστου, είναι ο κατά τη φύση του προορισμός για την εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών με την κοινή από αυτούς χρήση του (ΑΠ 97/2017 και 1250/2011  δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1372/1997 ΕΔΠ 1998, 27, ΕφΘεσ 2232/2013 ΕλλΔvη 2014, 180). Δεδομένου δε, ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 ΑΚ και 1 επ. του Ν. 3741/ 1929 αποκλειστική  (χωριστή) κυριότητα επί ορόφου ή τμήματος ορόφου αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα superficies solo cedit, που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. α’ του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με το συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως  από το νόμο, κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου (ΟλΑΠ 23/2000 ΝοΒ 2001, 604, ΑΠ 25/2019 και 519/2019  δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 402/2010  ΝοΒ 2010, 2273, ΕφΛαρ 288/2014 Δικογρ. 2016, 216). Εξαίρεση αποτελούν μέρη του οικοδομήματος που αποτελούν συστατικά μέρη της οριζόντιας ιδιοκτησίας, δηλαδή αυτά που αν αποχωριστούν από την αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία δεν επέρχεται απλώς βλάβη σε αυτήν, που αποτελεί το κύριο πράγμα, αλλά καθίσταται ανέφικτη η χρησιμοποίησή της, όπως όταν δεν  υπάρχει δυνατότητα εξ ιδίου δικαίου πρόσβασης σε αυτήν με αλλοίωση της ουσίας και του προορισμού της ΑΠ 746/2018 ΧρΙΔ 2019, 113, ΑΠ 2076/2003 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η βεράντα, που είναι ανοιχτό μέρος και επέκταση του δαπέδου ορόφου εν εσοχή μέχρι των κατακόρυφων επιπέδων των όψεων του κτιρίου, αποτελεί δε δώμα (πλάκα οροφής) για τον κάτω από αυτήν όροφο, μπορεί να καταστεί με την πράξη σύστασης οροφοκτησίας ή με τον κανονισμό αποκλειστικής  χρήσης,  ενώ  αν  δεν  υπάρξουν  τέτοιου  είδους  ρυθμίσεις  θα έχουν  και  επ’   αυτή  εφαρμογή   όσα  επί  στέγης  (άρθρο  7   παρ.  1  του Ν. 3741/1929), ήτοι θα αποτελεί κοινόχρηστο και κοινόκτητο μέρος της οικοδομής κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3741/1929 (ΑΠ 406/1996  ΕλλΔνη 1997, 52, ΜονΠρωτΘεσ 9624/2002 Αρμεν. 2003, 344). Ειδικότερα επί οριζοντίου ιδιοκτησίας κοινόχρηστος είναι και ο ακάλυπτος χώρος, ο πολεοδομικά αναγκαίος για την ανεγερθείσα με νόμιμη άδεια οικοδομή, ο οποίος σχηματίζεται μεταξύ οικοδομής και ρυμοτομικής γραμμής (πεζοδρομίου  και τοίχου  του ακινήτου),  στον  χώρο  δε  αυτό  εντάσσονται η αυλή, η πρασιά (ή προκήπιο), ο κήπος και οι εδαφικές λωρίδες προσπέλασης των χώρων αυτών προς την οικοδομή. Ως αυλή νοείται κατά την πολεοδομική νομοθεσία ολόκληρο το ακάλυπτο (δηλ. μη δομήσιμο) τμήμα του οικοπέδου, ο δε προσδιορισμός της αυλής ως κοινοχρήστου χώρου εξαρτάται από το αν έχει αφεθεί ή όχι προς εξυπηρέτηση της οικοδομής κατά τις προσδιορίζουσες τη φύση της χρήσεις, όπως είναι ο φωτισμός, ο αερισμός ή/και η ελεύθερη διακίνηση των ιδιοκτητών (ΕφΑθ 3170/1981 Αρμεν. 1982, 522). Επί της αυλής υφίσταται αναγκαία συγκυριότητα των ιδιοκτητών των ορόφων ή διαμερισμάτων), εκτός αν στη συστατική πράξη της οροφοκτησίας καθορίστηκε ως αντικείμενο αποκλειστικής κυριότητας, δηλαδή ως βοηθητικός χώρος υπαγόμενος σε ορόφους ή διαμερίσματα (ΕφΑθ 6051/1991 ΕλλΔvη 1993, 1647). Η πρασιά, άλλως προκήπιο, είναι η ανοικτή αυλή μεταξύ της οικοδομής και της ρυμοτομικής γραμμής του οικοπέδου της και εφόσον δεν υπάρχει ειδική διαφορετική συμφωνία των συνιδιοκτητών αποτελεί κοινόχρηστο και κοινόκτητο χώρο (ΑΠ 833/1993 ΕλλΔvη 1995, 191, ΕφΑθ 1711/1998  ΕΔΠ  1999,  126,  ΕφΠειρ  177/1996  ΕλλΔvη  1996,  1666, ΕφΑθ 7615/1992   ΕΔΠ   1993,   176,   ΕφΑΘ   10038/1990   ΕλλΔvη   1991,  1666).

Συνεπώς, κρίσιμο στοιχείο για το χαρακτηρισμό ενός πράγματος ως κοινοχρήστου είναι αν αυτό εκ κατασκευής προορίζεται για κοινή χρήση, ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιείται ή όχι από τους συνιδιοκτήτες (ΕφΠειρ 1227/2005 ΠειΝομ 2006, 29, 8. Τσούμας, Αστικές & Εμπορικές Μισθώσεις­ Οροφοκτησία, εκδ. 2012, σελ. 480). Έτσι για να προσδιορισθεί αν η αυλή πολυκατοικίας, αποτελούσα ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου με προορισμό υπό την έννοια του νόμου την εξυπηρέτηση της οικοδομής (φωτισμό, αερισμό και ελεύθερη μετακίνηση των ενοίκων) αποτελεί πράγματι κοινόχρηστο και κοινόκτητο χώρο, θα εξετασθεί αν έχει πράγματι δημιουργηθεί προ το σκοπό αυτό (ΕφΑθ 3170/1981 ό.π.). Στους ακάλυπτους χώρους επιτρέπεται η κατασκευή πεζουλιών, βεραντών και κυρίων ή βοηθητικών κλιμάκων (ΑΠ 118/2003 ΕΔΠ 2004, 12), τα οποία, λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους, είναι αναγκαία για την επικοινωνία με το κτίριο. Συνεπώς, οι ανωτέρω κατασκευές πραγματοποιούνται στους ακάλυπτους χώρους του κτιρίου προς χρήση των οριζοντίων ιδιοκτησιών του κτιρίου και συγκεκριμένα προκειμένου να επικοινωνούν οι ιδιοκτήτες των ιδιοκτησιών αυτών με τον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, είτε εισερχόμενοι, είτε εξερχόμενοι από αυτό. Η επικοινωνία αυτή αποσκοπεί πρωτίστως στην εξυπηρέτηση και ωφέλεια των ιδίων των οριζοντίων ιδιοκτησιών και ακολούθως και στη διευκόλυνση της δυνατότητας σύνχρησης που έχουν οι συνιδιοκτήτες επί των υπολοίπων μερών του ακαλύπτου χώρου του οικοπέδου, ιδιαίτερα χώρων πρασίνου (πρασιάς ή κήπου), που προορίζονται για φύτευση καλλωπιστικών φυτών και δέντρων ή/και χλοοτάπητα. Αν τα ανωτέρω πράγματα δεν προσδιορίζονται σαφώς είτε με την συστατική της οροφοκτησίας πράξη, είτε με άλλη μεταξύ των οροφοκτητών συμφωνία ως κοινόχρηστα και κοινόκτητα, τότε κριτήρια για τον χαρακτηρισμό τους ως τέτοια αποτελούν ο τρόπος και ο σκοπός κατασκευής τους, η λειτουργική τους χρησιμότητα, η εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών με την κοινή από αυτούς χρήση τους, η εν γένει φύση τους και ο σκοπός που αυτά υπηρετούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας στη λειτουργία της οροφοκτησίας, οι λειτουργικές χρησιμότητες της συγκεκριμένης οικοδομής, η τοποθεσία αυτής και οι τοπικές συνήθειες, όπως αν οι συνιδιοκτήτες προβαίνουν σε χρήση εντός του ιδίου οικοδομήματος άλλων χώρων που ο κατά φύση προορισμός τους είναι ανάλογος με αυτόν των ως άνω υπό προσδιορισμό ως κοινοχρήστων πραγμάτων. Τα ανωτέρω δε κριτήρια δεν προσδιορίζουν μόνο τα πράγματα της οικοδομής ως κοινόχρηστα ή κοινόχρηστα, αλλά και διαμορφώνουν το περιεχόμενο και την έκταση του δικαιώματος σύνχρησης επί αυτών, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων συνθηκών εκάστης οροφοκτησίας. Επίσης, επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα με την ενδοτικής φύσεως διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 3741/1929, με ειδική μεταξύ των συνιδιοκτητών του εδάφους συμφωνία, που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και καταχωρίζεται στα βιβλία μεταγραφών, το δικαίωμα να παραχωρηθεί αποκλειστικώς σε κάποιους από τους συνιδιοκτήτες ή και σε έναν από αυτούς η χρήση σε κάποιο από αυτά τα κοινά μέρη, οπότε η χρήση του δεν ανήκει σε όλους από κοινού τους συνιδιοκτήτες του εδάφους (ΟλΑΠ 5/1991 ΕλλΔνη 1991, 750, ΑΠ 97/2017 ό.π., ΑΠ 892/2015 και 1250/2011 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι εν λόγω συμφωνίες περί παραχώρησης δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης σε έναν ή περισσότερους συνιδιοκτήτες συνήθως περιλαμβάνονται στον καταρτιζόμενο με κοινή συναίνεση όλων των συνιδιοκτητών κανονισμό, χωρίς να αποκλείεται να περιληφθούν και στην ίδια τη συστατική πράξη της οροφοκτησίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του Ν. 3741/1929 στην οριζόντια ιδιοκτησία οι συμφωνίες μεταξύ των συνιδιοκτητών για να είναι ισχυρές πρέπει να γίνονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγράφονται. Αν δεν τηρηθεί ο τύπος αυτός τότε οι εμπράγματες δικαιοπραξίες είναι άκυρες, οι δε ενοχικές ισχύουν μεταξύ των συμβληθέντων και δεν καταλαμβάνουν τους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους και τους τρίτους. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση που οι συνιδιοκτήτες κατ’ απόκλιση του κανονισμού συμφωνήσουν επί θεμάτων που ρυθμίζονται σε αυτόν, όπως η παραχώρηση δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινοκτήτων πραγμάτων, χωρίς να συνταχθεί προς τούτο συμβολαιογραφικό έγγραφο και να υποβληθεί σε μεταγραφή, οπότε ναι μεν οι συμφωνίες αυτές δεν τροποποιούν τον κανονισμό και δεν παράγουν τα οικεία αποτελέσματα, πλην όμως, αν ρυθμίζουν ενοχικές σχέσεις, ισχύουν μεταξύ των συμβαλλομένων (ΑΠ 1655/2018 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 298/2015 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3252/2004 ΕΔΠ 2007, 36, ΕφΑθ 6682/1999 ΕλλΔνη 2000, 857). Εφόσον, δεν υφίσταται κατά τα ανωτέρω συμφωνούμενος περιορισμός χρήσης υπέρ ενός ή ορισμένων εκ των συνιδιοκτητών κοινοχρήστου χώρου παραχωρούμενου κατ’ αποκλειστικής χρήση σε κάποιον από αυτούς δεν αναιρείται η σύγχρηση επί αυτού και ο χώρος αυτός, εφόσον δεν μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένη ιδιοκτησία, δεν είναι δεκτικός και σύστασης χωριστού εμπραγμάτου δικαιώματος με το οποίο θα απέβαλε τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του. Ως εκ τούτου οι γενικές διατάξεις του ΑΚ, που προβλέπουν τη σύσταση με χρησικτησία και την κατάργηση με αχρησία των δουλειών, δεν μπορούν να εφαρμοστούν ευθέως ή κατ’ αναλογία και για τη σύσταση ή την κατάργηση των ως άνω περιορισμών, πολύ περισσότερο δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής για την κατάργηση του ορισθέντα με τη συστατική πράξη κοινόκτητου και κοινόχρηστου χαρακτήρα συγκεκριμένων μερών της οικοδομής. Ειδικότερα, κανένας από τους ιδιοκτήτες οριζόντιας ιδιοκτησίας δεν μπορεί με χρησικτησία ν’ αποκτήσει δικαίωμα αποκλειστικής ή μεγαλύτερης από τη μερίδα του χρήσης στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη, ούτε ν’ απωλέσει με αχρησία το δικαίωμα συμμετοχής του στην κοινή χρήση τούτων (ΑΠ 562/2014 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω εναρμονίζονται προς την ιδιαιτερότητα του θεσμού της κατ’ ορόφους ιδιοκτησίας και, προ παντός, εξυπηρετούν την ανάγκη δημιουργίας κατάστασης σταθερότητας και ασφάλειας,  σε σχέση  προς  τα  δικαιώματα  και το περιεχόμενο αυτών, των ιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της κατ’ ορόφους ιδιοκτησίας {ΑΠ 746/2018 ό.π.). Επίσης οι αναφερόμενες στην αρχή διατάξεις και εκείνες των άρθρων 3 παρ. 1, και 14 του Ν. 3741/1929 που αποτελούν τις βασικές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας δεν προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του ορόφου και διαμερίσματος ορόφου. Από το πνεύμα, εντούτοις, των διατάξεων για την οροφοκτησία και ιδίως από το σκοπό τους που, όπως προκύπτει και από την Εισηγητική Έκθεση του Ν. 3741/1929, είναι η ευχερέστερη κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των πολιτών και η καθ’ ύψος επέκταση των πόλεων, καθώς και από τα ερμηνευτικά πορίσματα εκ της κοινής πείρας και από τις σχετικές διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας (άρθρ. 11 του Γεν. Οικοδομικού Κανονισμού των ετών 1929, 1955, 1973 και τον ισχύοντα ΓΟΚ Ν. 1577/1985, όπως τροποποιήθηκε σύμφωνα με το Ν. 2831/2000), συνάγεται ότι όροφος ή διαμέρισμα ορόφου είναι το αναποχώριστο τμήμα της οικοδομής ή του ορόφου, μετά των συστατικών του και του εντός αυτού (κυβικού) χώρου, που περικλείεται τεχνικώς από κάτω, από τα πλάγια και από πάνω, με τοίχους ή άλλα  οικοδομικά στοιχεία, ώστε να διαχωρίζεται σαφώς από τα λοιπά (διαιρετά ή αδιαίρετα) τμήματα της οικοδομής και να έχει αναχθεί σε συγκεκριμένο και ανεξάρτητο τμήμα αυτής, κατάλληλο προς χωριστή και αυτοτελή οικιστική εν γένει χρήση. Μόνο οι όροφοι και τα διαμερίσματα ορόφων, με την παραπάνω έννοια, καθώς και τα εξομοιούμενα από το νόμο με ορόφους υπόγεια και δωμάτια κάτω από τη στέγη (άρθρ. 1002 εδ. β’  ΑΚ και 1 παρ. 2 Ν. 3741/1929), μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οριζόντιας ιδιοκτησίας. Επομένως, δεν είναι δυνατό να συσταθεί διαιρεμένη  ιδιοκτησία επί ανοικτού χώρου, εκτός αν προβλέπεται στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, ή σε μεταγενέστερη συμφωνία όλων των οροφοκτητών, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, ότι ο χώρος αυτός πρόκειται να οικοδομηθεί, οπότε η σύσταση διαιρεμένης ιδιοκτησίας αναφέρεται στους μελλοντικούς ορόφους ή διαμερίσματα και τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της κατασκευής τους (ΑΠ 1143/2019 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 25/2019 και 1357/2017 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ακόμα και αν δεν υπάρχει ειδική συμφωνία μεταξύ των συνιδιοκτητών αναφορικά με τον τρόπο χρήσεως των  διαιρεμένων ιδιοκτησιών και των αδιαίρετων μερών της οικοδομής, καθένας από τους κυρίους ορόφου ή διαμερίσματος δικαιούται σε απόλυτη χρήση της ανεξάρτητης ιδιοκτησίας του και των κοινών μερών της οικοδομής, αρκεί κατά την ενάσκηση αυτής να μην παραβλάπτει τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών, να μη μεταβάλλει τον συνήθη προορισμό των κοινών και να μην μειώνει την ασφάλεια των λοιπών ιδιοκτησιών ή του οικοδομήματος. Ο περιορισμός αυτός δεν αφορά απλά και μόνο βλάβη του δικαιώματος συvχρήσεως των κοινών μερών από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες, αλλά απαιτεί η χρήση αυτή να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη βλάπτεται οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα των λοιπών συνιδιοκτητών, το οποίο απορρέει από το δεσμό της οροφοκτησίας (ΑΠ 417/2019 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ  648/2006  ΕλλΔνη  2009, 258, ΕφΑθ 5453/2005  ΕλλΔνη  2006, 601, ΕφΑθ 1933/2003 ΕΔΠ 2003, 53). Αν με τον κανονισμό απαγορεύονται οι μεταβολές στους  κοινόχρηστους χώρους, η απαγόρευση θα ισχύει έναντι πάντων, έστω και αν δεν δημιουργεί κινδύνους ή προβλήματα για οποιονδήποτε εξ αυτών (βλ. ΑΠ 40/2007 ΕφΑΔ 2008, 192). Η εξουσία του οροφοκτήτη να αποκλείει ενέργεια άλλου στη διαιρεμένη ιδιοκτησία του περιορίζεται στο μέτρο που ο εν λόγω αποκλεισμός αναιρεί ή παραβλάπτει τα δικαιώματα των λοιπών οροφοκτητών (ΕφΑθ 2299/2008 ΕΔΠ 2008, 239, ΕφΑθ  3242/2004  ΝοΒ  2005,  691, ΕφΑθ 4349/2001 ΕλλΔνη  2001, 1415, ΕφΑθ 2162/2001 ΕλλΔνη 2001, 1416, Β. Τσούμας, ό.π.,. σελ. 532). Το είδος και η έκταση των επεμβάσεων ενός οροφοκτήτη στα κοινά μέρη του ακινήτου τις οποίες πρέπει να ανέχονται οι λοιποί κρίνονται κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης οροφοκτησίας, τις ανάγκες των επί μέρους οριζοντίων ιδιοκτησιών και τη δυνατότητα χρήσεως των κοινών μερών και πραγμάτων με γνώμονα πάντα τις επιταγές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών (ΑΠ 881/1984 ΝοΒ 1985, 621, ΕφΠειρ 76/2010 ΠειρΝομ  2011,  292,  ΕφΑθ  7696/2000  ΕΔΠ  2000,  240,  ΕφΠατρ 141/1991 ΕλλΔνη 1991, 193). Αν και πότε θίγονται τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών ή υπάρχει μεταβολή του συνήθους προορισμού των κοινών μερών με τη χρήση τους από ορισμένους συνιδιοκτήτες, κρίνεται, κατά περίπτωση, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες της οροφοκτησίας, τις επιμέρους ανάγκες των διαιρετών ιδιοκτησιών, τον σκοπό που εξυπηρετεί το κοινό μέρος στη λειτουργία όλης της οροφοκτησίας (ΑΠ 861/1994 ΕλλΔνη 1996, 138, ΕφΘεσ 2232/2013 ΕλλΔνη 2014, 180) και στο πλαίσιο του γενικότερου    συμφέροντος    της    ομαλής    λειτουργίας    της    σχέσεως της οροφοκτησίας (ΕφΠειρ 364/2016 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, βλαπτική για τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών είναι η χρήση που εμποδίζει ή δυσχεραίνει υπερμέτρως αυτούς στη χρήση των οριζόντιων ιδιοκτησιών τους ή και στη σύγχρηση των κοινών μερών, ενώ μεταβολή του συνήθους προορισμού προκαλείται όταν η συγκεκριμένη χρήση αλλοιώνει τον προορισμό των κοινών μερών, που ορίζεται με δικαιοπρακτική ρύθμιση ή, σε περίπτωση ελλείψεώς της, προκύπτει από τη φύση των πραγμάτων και τον σκοπό που αυτά υπηρετούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας στη λειτουργία της οροφοκτησίας, καθώς και από τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης (ΑΠ 97/2017 ό.π.). Συνήθης προορισμός είναι αυτός που προκύπτει από τις λειτουργικές ανάγκες (χρησιμότητες) του οικοδομήματος, από τον κανονισμό, από την τοποθεσία του ακινήτου και από τις τακτικές συνήθειες της περιοχής (βλ. 1. Κατρά, Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας, εκδ. 2007, σελ. 990). Κάθε ιδιοκτήτης, εφόσον από τις ενέργειες άλλου συνιδιοκτήτη παραβλάπτεται στη χρήση των κοινών πραγμάτων και μειώνεται η ασφάλεια της οικοδομής, έχει το δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (ΑΠ 669/2013, 357/2006 και 1830/2005 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αν δε εκ του κανονισμού απαγορεύεται σε συνιδιοκτήτες η  ενέργεια μεταβολών στους κοινόχρηστους χώρους ή ορισμένη χρήση τους, την άρση της προσβολής μπορεί να αξιώσει τόσο ο διαχειριστής, όσο και κάθε οροφοκτήτης (ΑΠ 1472/2001 ΕλλΔvη 2003, 980, ΕφΑθ 1711/2008 ΕΔΠ 2009, 42, ΕφΑθ 8554/2007 ΕΔΠ 2008, 134). Ως ιδιοκτήτες  ορόφων  ή διαμερισμάτων κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 3 ΚΠολΔ θεωρούνται και οι επικαρπωτές τους, ως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από την οροφοκτησία εξ ιδίου δικαίου (ΟλΑΠ 8/2002 ΝοΒ 2003, 649, ΕφΑθ 316/2008 ΕφΑΔ 2008, 1093). Περαιτέρω στο πλαίσιο των πιο πάνω αρχών εφαρμογής των αντίστοιχων διατάξεων του Ν. 3741/1929 εφαρμόζονται συμπληρωματικά και οι διατάξεις του ΓΟΚ, στην προκειμένη δε περίπτωση των άρθρων 2 παρ. 22 και 8 παρ. 2 του ΓΟΚ/2000, με τις οποίες ορίζεται ότι κοινής χρήσεως χώροι του κτιρίου και του οικοπέδου είναι οι χώροι που προορίζονται για χρήση από όλους τους ενοίκους του κτιρίου και ότι ο  υποχρεωτικός ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου πρέπει να είναι προσπελάσιμος από τους χώρους κοινής χρήσης του κτιρίου. Ειδικότερα, η εφαρμογή της πρώτης από τις πιο πάνω ρυθμίσεις προϋποθέτει στο πλαίσιο εφαρμογής και των διατάξεων του v. 3741/1929 ότι οι συγκεκριμένοι χώροι του οικοπέδου έχουν χαρακτηρισθεί ως κοινόχρηστοι με τον υπάρχοντα κανονισμό, και εφ’ όσον δεν υπάρχει κανονισμός, η κοινοχρησία προκύπτει από τη φύση του πράγματος και το σκοπό που αυτό υπηρετεί στη λειτουργία της οροφοκτησίας (ΑΠ 97/2017  ό.π., ΑΠ 38/2015  ό.π.,  ΑΠ 639/2010  δημ.  στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4 παρ. 2, 5 και 13 του v. 3741/1929 «περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, και 1002 ΑΚ προκύπτει ότι οι συνιδιοκτήτες κοινής οικοδομής που υπάγεται στο καθεστώς του νόμου αυτού μπορούν με συμφωνία τους να ρυθμίσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, τόσο στα κοινά μέρη που μπορούν να καθορίζουν οι ίδιοι, όσο και στις διηρημένες ιδιοκτησίες τους, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του νόμου αυτού που είναι ενδοτικό δίκαιο, καθορίζοντας συνελεύσεις και διορίζοντας διαχειριστή,  που θα τους εκπροσωπεί ενώπιον των δικαστηρίων. Διαχειριστής μπορεί, με, απόφαση της γενικής συνελεύσεως των συνιδιοκτητών, να διοριστεί συνιδιοκτήτης ή τρίτος. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62 εδ. β’  και 64 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Ν. 3741/1929 διορισμένος διαχειριστής (σύμφωνα με τον κανονισμό ή με παμψηφία των συνιδιοκτητών) πολυώροφης οικοδομής, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, εκπροσωπεί και ενώπιον των δικαστηρίων, το σύνολο των ιδιοκτητών της, ως ένωση προσώπων, η οποία στερείται νομικής προσωπικότητας, παριστάμενος ως ενάγων και εναγόμενος για τις υποθέσεις που σχετίζονται με τη διαχείριση αυτής, δυνάμενος να εναγάγει συνιδιοκτήτη ή να εναχθεί απ’ αυτόν για κάθε διαφορά από τη σχέση της συνιδιοκτησίας. Διάδικος όμως στο δικαστήριο, δηλαδή υποκείμενο της δικονομικής έννομης σχέσης είναι μόνο η ένωση των συνιδιοκτητών (παρισταμένη στο δικαστήριο με τον διαχειριστή της) και όχι οι κατ’ ιδίαν συνιδιοκτήτες, οι οποίοι δεν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου, αλλά του τρίτου σε σχέση με την εκκρεμή δίκη, τα ονόματα των οποίων ούτε καν χρειάζεται να αναφέρονται στην αγωγή, αρκεί να γίνεται μνεία της συγκεκριμένης ενώσεως των συνιδιοκτητών, κατά τρόπο που να μη δημιουργείται αμφισβήτηση για την ταυτότητα της και να αναφέρεται στην αγωγή ότι εκπροσωπείται νόμιμα. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις  του  άρθρου  68  ΚΠολΔ,  η  νομιμοποίηση  των  διαδίκων  αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης για την παροχή έννομης προστασίας, ερευνάται δε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης (άρθρο 73 ΚΠολΔ), η δε έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης (ΑΠ 595/2010 ΕΔΠ 2010, 330). Συνεπώς, επί αγωγής για κήρυξη άκυρης απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών πολυκατοικίας περί διορισμού διαχειριστή μόνη παθητικώς νομιμοποιούμενη είναι η ένωση των συνιδιοκτητών (βλ. ΑΠ 595/2010 ό.π., ΕφΑθ 3667/1996 ΕΔΠ 1997 325, ΕφΑθ 2711/1993 ΕΔΠ 1994, 185,  8.  Τσούμας, ό.π., σελ. 726, Στ. Βλαστός, Δίκαιο Σωματείων, Συνδικαλιστικών και Εργοδοτικών Οργανώσεων, 2007,. σελ. 345, 1. Κατράς, ό.π., σελ. 1015, 1078-1080). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 1 του ΚΠολΔ : «Όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται». Ωστόσο, η άσκηση της αγωγής εκ μέρους όλων ή εναντίον όλων των αναγκαίων ομοδίκων δεν απαιτείται σε κάθε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, αλλά μόνο όπου ο νόμος το ορίζει, και συγκεκριμένα, όταν η αγωγή ή η ανακοπή ασκείται κατά νόμο μόνον από κοινού εκ μέρους περισσοτέρων ή εναντίον περισσοτέρων προσώπων. Στις άλλες τρεις περιπτώσεις αναγκαστικής ομοδικίας δεν είναι απαράδεκτη η αγωγή που δεν ασκείται από όλους ή εναντίον όλων των ομοδίκων, οπότε η ομοδικία δημιουργείται είτε δυνητικά εξαρχής με την άσκηση της  αγωγής, είτε εξαναγκάζεται αυτή διά της προσεπίκλησης των μη μετεχόντων  στη διαδικασία ομοδίκων (ΕφΠειρ 337/2016 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ρύθμιση αυτή προβλέπεται στο άρθρο 86 ΚΠολΔ, που ορίζει σχετικά: «Στις περιπτώσεις του άρθρου 76, αν μόνο ένας ή μερικοί από τους ομοδίκους ασκούν την αγωγή, ενώ οι άλλοι δεν θέλουν να συμπράξουν μαζί τους, οι πρώτοι έχουν δικαίωμα να προσεπικαλέσουν τους τελευταίους για τη συζήτηση της υπόθεσης. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εναγόμενος,  αν μόνο ένας ή κάποιοι από τους ομοδίκους  άσκησαν  εναντίον  του την αγωγή ή  αν ο ενάγων άσκησε την αγωγή μόνο εναντίον ενός ή μερικών από τους ομοδίκους». Ειδικότερα αναγκαστική ομοδικία κατ’ άρθρο 76 παρ.1 του ΚΠολΔ δε σημαίνει αναγκαστική συμμετοχή όλων των ομοδίκων στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, με την έννοια της εξάρτησης απ’ αυτό του παραδεκτού της αγωγής, παρά μόνο όταν ρητά ο νόμος επιτάσσει, με ποινή απαραδέκτου την κοινή νομιμοποίηση όλων των αναγκαίων ομοδίκων (άρθρα 478, 517 παρ. 2, 543 παρ. 2, 558 παρ. 2, 588 παρ. 1, 608 παρ. 1 και 2,619 παρ. ‘1-5, 936 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Αντίθετα, στις λοιπές περιπτώσεις, το δικόγραφο της αγωγής δεν είναι απαράδεκτο, από το λόγο ότι δεν απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλά απλώς χορηγείται δικαίωμα και στον εναγόμενο να προσεπικαλέσει στη δίκη τους μη εναχθέντες ομοδίκους του, το δε δικαστήριο, εάν κρίνει αναγκαία την παρέμβαση αυτών στη δίκη, έχει εξουσία να διατάξει και αυτεπαγγέλτως την προσεπίκλησή τους (ΑΠ 417/2015 και 1824/2012 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 337/2016 ό.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 178 και 179 εδ. α’ ΑΚ δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη, τέτοια δε είναι ιδίως και αυτή με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου. Ως κριτήριο, για τον προσδιορισμό των χρηστών ηθών, χρησιμεύει το συναίσθημα, που έχει για την ηθική, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, ο, κατά γενική αντίληψη, χρηστός, σώφρων και υγιώς σκεπτόμενος κοινωνικός άνθρωπος (ΑΠ 754/2019 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αντίθεση στα χρηστά ήθη κρίνεται από  το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, ενόψει όχι μεμονωμένως της αιτίας που κίνησε τους συμβαλλομένους να τη συνάψουν ή του σκοπού στον οποίο απέβλεψαν, αλλά του συνόλου των συνθηκών και περιστάσεων που τη συνοδεύουν, με τη βοήθεια των διδαγμάτων της κοινής πείρας (ΑΠ 86/2018, 43/2013 και 1618/2009 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όταν το ανήθικο προκύπτει από το σύνολο των περιστατικών κρίσιμη είναι η γνώση ή υπαίτια άγνοια των συμβαλλομένων μερών, η δε αντίθεση στα χρηστά ήθη κρίνεται κατά κύριο λόγο κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας (Νικολόπουλος σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, τόμος I εκδ. 2010, άρθρο 178, αριθμ. 4 και 5). Έτσι άκυρη είναι η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου για ζήτημα του οποίου η ρύθμιση πρέπει να γίνεται από αυτό ελεύθερα και χωρίς καταναγκασμό. Στην ελευθερία του προσώπου υπάγονται οι ατομικές ελευθερίες και τα ατομικά του δικαιώματα, η έννοια δε της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας νοείται εδώ κυρίως από τη σκοπιά συμμετοχής στην οικονομική ζωή. Για να είναι αντίθετη η δικαιοπραξία στα χρηστά ήθη η δέσμευση της ελευθερίας πρέπει να είναι υπερβολική. Μέτρια δέσμευση δεν αρκεί. Η δέσμευση μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική, ανάλογα με τη διάρκειά της, με την κατά τόπο έκτασή της και με την έκταση του συμφέροντος που έχει από τον περιορισμό το άλλο μέρος (Ν. Τριάντος, Δικαιοπραξίες, εκδ. 2011, σελ. 219-220, Νικολόπουλος, ό.π., άρθρο 179, αριθμ. 1). Επίσης, άκυρος μπορεί να είναι και συγκεκριμένος όρος της δικαιοπραξίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 181 ΑΚ, δικαιοπραξία, της οποίας ένα μέρος είναι άκυρο, παραμένει ισχυρή κατά το υπόλοιπο και μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να συνάγεται ή να αποδεικνύεται ότι κατά τη βούληση των μερών η ακυρότητα καταλαμβάνει όλη τη δικαιοπραξία, δηλαδή καθιερώνεται ερμηνευτικός κανόνας υπέρ της μερικής  ακυρότητας (ΑΠ 730/2005 ΕλλΔνη 2005, 1386, ΑΠ 1194/2000 ΕλλΔνη 2000). Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επί ενιαίας εξωτερικώς δικαιοπραξίας, η οποία κατά το αντικειμενικό της περιεχόμενο, απαρτίζεται από πλείονες μερικότερες ρυθμίσεις, οι οποίες, κατά τη θέληση των μερών, τελούν σε συνδυασμό ήτοι καταρτίσθηκαν ως ενιαίο σύνολο (ΑΠ 63/2005 ΕλλΔννη 2005, 1418), τέτοια δε είναι και ο κανονισμός πολυκατοικίας ο οποίος συνιστά πολυμερής δικαιοπραξία μεταξύ όλων των οροφοκτητών (ΑΠ 748/1990 ΕΔΠ 1991, 168). Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διάταξης αυτής είναι : α) ακυρότητα μέρους της δικαιοπραξίας, β) διαιρετότητα της δικαιοπραξίας, ώστε να κατανέμεται σε περισσότερα μέρη και γ) η ακυρότητα να πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας, ώστε το υπόλοιπο να παραμένει άθικτο και να μπορεί να ισχύσει ως αυτοτελής δικαιοπραξία (Νικολόπουλος, ό.π., άρθρο 181, αριθμ. 1).

Με την πρώτη από 21-5-2019 αγωγή τους οι ενάγοντες, όπως παραδεκτά διορθώνουν αυτή κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ ως προς την πέμπτη εξ αυτών και όσον αφορά το εμπράγματο δικαίωμα που έχει επί της υπό στοιχείο «ΙΒ-4» οριζόντιας ιδιοκτησίας, ήτοι της επικαρπίας και όχι της αποκλειστικής κυριότητας (όπως εκ παραδρομής αναγράφηκε στην αγωγή), ισχυρίζονται ότι είναι : α) η πρώτη εξ αυτών διαχειρίστρια του κτιρίου Β’ του συγκροτήματος πολυκατοικιών που αποτελείται από τα κτίρια «Α» και «Β» και βρίσκεται στο Παλαιό Ψυχικό Αττικής, επί της οδού Π., β) ο δεύτερος και ο τρίτος εξ αυτών αποκλειστικοί κύριοι των υπό στοιχεία «Ι-Β1», «Ι-Β2», οριζοντίων ιδιοκτησιών αντιστοίχως του ισογείου ορόφου του κτιρίου «Β» και γ) ο τέταρτος  και η πέμπτη εξ αυτών επικαρπωτές  των υπό στοιχεία «Ι-Β3» και «Ι-Β4» οριζοντίων ιδιοκτησιών αντιστοίχως του ισογείου ορόφου του ιδίου ως άνω κτιρίου του συγκροτήματος πολυκατοικιών. Ότι το ανωτέρω συγκρότημα έχει υπαχθεί στις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και του Ν. 3741/1929 δυνάμει της υπ’ αριθμ. 14678/1977 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού συγκροτημάτων πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Σ. Ν. νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χαλανδρίου. Ότι οι εν λόγω οριζόντιες ιδιοκτησίες διαθέτουν στεγασμένους ιδιωτικούς χώρους (πλακόστρωτα τμήματα) κάτω ακριβώς από τα μπαλκόνια του πρώτου ορόφου, οι οποίοι δεν είναι κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι, αλλά έχουν ταχθεί αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των ως άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών του ισογείου, όπως αυτοί περιγράφονται ειδικώς στην αγωγή κατ’ είδος, έκταση και θέση για κάθε ως άνω ιδιοκτησία. Ότι η εκ μέρους αυτών (των εναγόντων) αποκλειστική χρήση των χώρων αυτών δεν βλάπτει τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών, ούτε εμποδίζει ή δυσχεραίνει υπέρμετρα αυτούς στη χρήση των οριζοντίων ιδιοκτησιών τους και στη σύγχρηση των κοινών μερών του ακινήτου. Ότι ο δεύτερος των εναγομένων διορίστηκε κοινός διαχειριστής και των δύο ως άνω κτιρίων, πλην όμως αυτοί αποφάσισαν λόγω διαφωνιών και προβλημάτων που προέκυψαν κατά τη θητεία αυτού – στα οποία εντάσσεται και η εκ μέρους του  ανωτέρω εναγομένου αμφισβήτηση δικαιώματος ιδιοκτητών όμορου ακινήτου να αντλούν ωφέλεια εκ της υπάρχουσας στο ακίνητο του ανωτέρω συγκροτήματος γεώτρησης – να εκλέξουν για το ανωτέρω κτίριο Β ξεχωριστό διαχειριστή, με αποτέλεσμα κατά τη Γενική Συνέλευση της 21-2-2019 να εκλεγεί σύμφωνα με τον κανονισμό της πολυκατοικίας η πρώτη εξ αυτών διαχειρίστρια του ανωτέρω κτιρίου για ένα έτος. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος κατόπιν των ανωτέρω συγκάλεσε τη Γενική Συνέλευση των  συνιδιοκτητών στις 14-3-2019 με βασικό θέμα την εκλογή κοινού διαχειριστή του ανωτέρω συγκροτήματος και στην οποία προσήλθαν ο δεύτερος και η πέμπτη  εξ αυτών, καθώς και οι Α. Τ., Ι. Π, Χ. Β. και Χ. Μ., συνιδιοκτήτες του κτιρίου Β.  Ότι αυτοί κατόπιν αιτήματος του δευτέρου εναγομένου υπέγραψαν μεν κατά την προσέλευσή τους ότι εμφανίστηκαν στην ανωτέρω γενική συνέλευση χωρίς ωστόσο να συμμετάσχουν σε αυτή, αφού αποχώρησαν πριν την έναρξη της συζήτησης επί των θεμάτων της ημερησίας διάταξης. Ότι η ανωτέρω Γενική Συνέλευση (Γ.Σ.) εξέλεξε παρανόμως τον δεύτερο εναγόμενο ως κοινό διαχειριστή του ανωτέρω συγκροτήματος, διότι ο τελευταίος εν αγνοία τους χρησιμοποίησε τις ανωτέρω υπογραφές τους θέτοντας αυτές στο τέλος του πρακτικού της ανωτέρω Γ.Σ., εμφανίζοντας ότι αυτοί δήθεν όχι μόνο συμμετείχαν στην ανωτέρω συνεδρίαση, αλλά και ότι τον  εξέλεξαν διαχειριστή, το οποίο είναι ψευδές, με αποτέλεσμα η ανωτέρω απόφαση της Γ.Σ. να είναι άκυρη λόγω έλλειψης της απαιτούμενης κατά τον κανονισμό απαρτίας. Ότι ο εναγόμενος με την ανωτέρω συμπεριφορά του,  με προφορικές του δηλώσεις, καθώς και με την από 6-5-2019 εξώδικη δήλωσή του προς αυτούς αμφισβητεί από κοινού με την πρώτη εναγόμενη, η οποία είναι ιδιοκτήτρια όλων των οριζοντίων ιδιοκτησιών του κτιρίου Α, το δικαίωμα τους να εκλέγουν βάσει του ανωτέρω κανονισμού ξεχωριστό για το κτίριο Β διαχειριστή και να αποφασίζουν ανεξάρτητα από τους συνιδιοκτήτες του κτιρίου Α για την εξωτερική εμφάνιση και αισθητική του κτιρίου Β. Ότι για το λόγο αυτό ο δεύτερος εναγόμενος αρνείται να τους αποδώσει την αναλογία του κτιρίου Β στο αποθεματικό του συγκροτήματος, ισχυριζόμενος ότι το σύνολο του αποθεματικού, ύψους 8.498,47 ευρώ, έχει ταχθεί υπέρ του κήπου και του ακαλύπτου χώρου του οικοπέδου, με αποτέλεσμα να είναι αυτός ως κοινός διαχειριστής ο μόνος αρμόδιος να το κατέχει και να το διαχειρίζεται. Ότι τα άρθρα 8 παρ. 8 και 9 του ως άνω κανονισμού, δια των οποίων προβλέπεται ότι η Γ.Σ. των συνιδιοκτητών λαμβάνει αποφάσεις επί των θεμάτων του κήπου του ανωτέρω συγκροτήματος με πλειοψηφία 510/1000, είναι άκυρη ως καταχρηστική και αντίθετη με τα χρηστά ήθη κατά τις διατάξεις των  άρθρων  178,  179  και  281 ΑΚ,  διότι η  ανωτέρω  πλειοψηφία  ανήκει εξ ολοκλήρου στην πρώτη εναγόμενη (η οποία μόνη της συνέταξε τον ανωτέρω κανονισμό)  και κατ’ επέκταση  μόνο  στις ιδιοκτησίες  του κτιρίου Α,  δίχως να έχουν το δικαίωμα αυτοί (οι ενάγοντες),  αλλά και όλοι οι ιδιοκτήτες του κτιρίου Β να αντιταχθούν στις αποφάσεις αυτές, αφού διαθέτουν τη μειοψηφία των 490/1000, γεγονός που συνιστά υπέρμετρη δέσμευση της οροφοκτησίας του κτιρίου Β.  Με  βάση  τα ανωτέρω  ζητούν  η  μεν πρώτη  ενάγουσα ως διαχειρίστρια και εκπρόσωπος των συνιδιοκτητών του κτιρίου Β, οι δε λοιποί ως συνιδιοκτήτες, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, να αναγνωριστεί 1) η ακυρότητα της από 14-3-2019 Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών του ανωτέρω συγκροτήματος πολυκατοικιών, 2) το δικαίωμα των συνιδιοκτητών του κτιρίου Β να εκλέγουν ανεξάρτητο διαχειριστή και να αποφασίζουν σύμφωνα με τον ανωτέρω κανονισμό αυτόνομα και ανεξάρτητα από τους συνιδιοκτήτες του κτιρίου Α για την εξωτερική εμφάνιση  και αισθητική του κτιρίου Β, 3) το δικαίωμα του διαχειριστή εκάστου κτιρίου να κατέχει από 21-2-2019 και εφεξής μέρος του κοινού αποθεματικού ύψους 8.498,47 ευρώ, το οποίο επιμερίζεται προς τούτο στα δύο κτίρια Α και 8 κατά την αναλογία των ποσοστών συνιδιοκτησίας που έχει έκαστο εξ αυτών επί του οικοπέδου και αναλογεί στο κτίριο που αυτός διαχειρίζεται, και το δικαίωμα εκάστου διαχειριστή κάθε κτιρίου (Α και 8) του ανωτέρω συγκροτήματος πολυκατοικιών να χρησιμοποιεί το αποθεματικό αυτό και για τις ανάγκες του κήπου, μη δυνάμενου του διαχειριστή του κτιρίου Α να κατέχει για το σκοπό αυτό οποιοδήποτε ποσό εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για λογαριασμό όλης της οροφοκτησίας του ανωτέρω συγκροτήματος, 4) η ακυρότητα του προαναφερόμενου όρου του κανονισμού που προβλέπεται στα άρθρα 8 παρ. 8 και 9 αυτού, κατά το μέρος που αυτή αφορά στη λήψη αποφάσεων επί θεμάτων του κήπου, άλλως, εφόσον ήθελε κριθεί ότι είναι έγκυρη η ανωτέρω ρύθμιση, να αναγνωρισθεί ότι η ταχθείσα δια των ανωτέρω άρθρων πλειοψηφία των 510/1000 δεν αφορά σε θέματα που αφορούν στη γεώτρηση του οικοπέδου, διότι η τελευταία δεν υπήρχε κατά την ανωτέρω κατάρτιση του κανονισμού, οι δε σχετικές με την εν λόγω γεώτρηση αποφάσεις να λαμβάνονται από τη Γ.Σ. με την αυξημένη πλειοψηφία των ¾ ή 750/000 ψήφων της συνιδιοκτησίας και 5) ότι οι δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτη εξ αυτών και όποιος άλλος έλκει δικαιώματα εξ αυτών έχουν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης επί των αναλυτικά περιγραφομένων στην αγωγή τμημάτων των οριζοντίων ιδιοκτησιών τους, τα οποία δεν αποτελούν κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του ακινήτου, αιτούμενοι παράλληλα και την καταδίκη των εναγομένων στα δικαστικά τους έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο  αρμόδιο  (άρθρα  17 παρ.  3  και 29 ΚΠολΔ)  κατά  την ειδική διαδικασία επίλυσης περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 αριθμ. 2 ΚΠολΔ, είναι ορισμένη και ειδικότερα όσον αφορά στην πρώτη εναγόμενη, καθόσον αυτή επικαλείται ότι είναι διαχειρίστρια και εκπρόσωπος της ένωσης συνιδιοκτητών του κτιρίου Β, ότι έχει νομίμως εκλεγεί κατά τα άρθρα 8 και 12 του κανονισμού υπό την ανωτέρω ιδιότητά της κατά την από 21-2-2019 Γενική Συνέλευση των συνιδιοκτητών του ανωτέρω κτιρίου (βλ. ΑΠ 532/2019 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ότι υπό την ανωτέρω ιδιότητά της εκπροσωπεί νομίμως σύμφωνα με τον κανονισμό την ανωτέρω συνιδιοκτησία σε κάθε δίκη ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, χωρίς να είναι απαραίτητο για την ενεργητική της νομιμοποίηση να επικαλείται και ειδική εντολή της ανωτέρω ένωσης των συνιδιοκτητών περί εκπροσώπησής τους στην παρούσα δίκη, αφού υπό την ανωτέρω ιδιότητά  της φέρεται ως εντολοδόχος και εκπρόσωπος της ανωτέρω ένωσης των συνιδιοκτητών (βλ. σχετ. ΑΠ 746/2018 ΧρΙΔ 2019, 113, ΑΠ 1515/2018, 791/2009 1681/2008 και 1592/2008 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η δε επικαλούμενη από αυτήν εξουσία αντιπροσώπευσης καλύπτει κάθε δικαστική και εξώδικη ενέργεια, διαρκεί δε μέχρι την ανάκλησή της, η οποία αποτελεί τροποποίηση της απόφασης διορισμού της (ΑΠ 238/2011 ΧρΙΔ 2011 675), απορριπτομένων των περί αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων, έχοντας, ωστόσο, αυτή το βάρος απόδειξης ότι διαθέτει την προς τούτο εντολή και εξουσία εκπροσώπησης (βλ. ΕφΛαρ 149/2017 δημ. στη ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑθ 4197/1992 ΕΔΠ 1992, 233 8. Τσούμας, Αστικές & Εμπορικές Μισθώσεις – Οροφοκτησίας, 2012, σελ. 719), καθόσον αυτή δεν εγείρει την εν λόγω αγωγή υπό την ιδιότητα της συνιδιοκτήτριας (βλ. ΑΠ 924/1992 δημ. στη ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, 8. Τσούμας σε Ν. Λεοντή, Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, 2017, σελ. 209), όπως οι λοιποί των εναγομένων (ΕφΑθ 176/2010 ΕΔΠ 2011, 136). Αντιθέτως, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη κατά το μέρος που το πέμπτο των ανωτέρω αιτημάτων αφορά σε όποιον έλκει δικαιώματα εκ των εναγόντων, διότι δεν εκτίθεται στην αγωγή αν  συγκεκριμένα πρόσωπα έλκουν δικαιώματα εξ αυτών δυνάμει συγκεκριμένης έννομης σχέσης. Περαιτέρω, η αγωγή αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων  178, 179, 180, 181, 281, 713, 721, 785, 787, 789, 1002, 1113, 1117, 1142, 1173ΑΚ, 1,2παρ.1, 3παρ.1,4παρ.1 και 2, 13, 14 του Ν. 3741/1929 «Περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους» (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ), 70, 176, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Εντούτοις, η αγωγή αυτή ως προς το ανωτέρω πρώτο αίτημα περί ακύρωσης της ως άνω απόφαση της Γ.Σ. των συνιδιοκτητών, αν και έχει ασκηθεί εντός της κατ’ άρθρο 101  ΑΚ αποσβεστικής προθεσμίας των έξι μηνών (βλ. σχετ. ΕφΑθ 304/2015 Δικογρ. 2016, 720), πρέπει, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, διότι η  ακυρωτική  αγωγή του άρθρου 101 ΑΚ στρέφεται μόνο εναντίον της ένωσης των συνιδιοκτητών από τη Γενική Συνέλευση της οποίας έχει ληφθεί, όπως στην υπό κρίση περίπτωση,  όπου κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη από την από 14-3-2019 Γ.Σ. της ένωσης των συνιδιοκτητών. Οι εναγόμενοι, ακόμα και αν μετείχαν στην εν λόγω γενική συνέλευση, δεν νομιμοποιούνται παθητικά, καθόσον η μεν πρώτη ενάγεται ως συνιδιοκτήτρια του κτιρίου Α, ο δε δεύτερος – μη συνιδιοκτήτης, ενάγεται ατομικά και όχι ως εκπρόσωπος της ανωτέρω ένωσης συνιδιοκτητών, η οποία και μόνο δύναται να παρασταθεί επί της εν λόγω διαφοράς στην προκειμένη ακυρωτική αγωγή ως διάδικος (βλ. ειδικότερα το σχετικό κεφάλαιο υπό στοιχεία «ΙΙ.Β-ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ» της ένδικης αγωγής, όπου δεν μνημονεύεται ούτε εκεί ότι ως προς το ανωτέρω αίτημα παθητικώς νομιμοποιούμενη είναι η ένωση των συνιδιοκτητών και ότι ο δεύτερος εναγόμενος την εκπροσωπεί). Επίσης, το ανωτέρω επικουρικό αίτημα των εναγόντων, ήτοι, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι η ανωτέρω πλειοψηφία των 510/1000 δεν πρέπει να εφαρμόζεται για αποφάσεις της Γ.Σ. που αφορούν τη γεώτρηση του οικοπέδου, να αναγνωριστεί ότι οι σχετικές με την γεώτρηση αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από τη Γ.Σ. με την  αυξημένη πλειοψηφία των ¾ ή 750/000 ψήφων της συνιδιοκτησίας, δεν είναι νόμιμο και πρέπει να απορριφθεί, διότι η εξουσία του  Δικαστηρίου περιορίζεται στην αναγνώριση της ακυρότητας ή μη του συγκεκριμένου όρου του κανονισμού ως πολυμερούς δικαιοπραξίας κατ’ άρθρο 180 ΑΚ και δεν επεκτείνεται στη δυνατότητα αναπροσαρμογής του περιεχομένου του κανονισμού, σύμφωνα με τα συμφέροντα των μερών (Νικολόπουλος σε Γεωργιάδη Σ.Ε.Α.Κ., ό.π., άρθρο 181 αριθμ. 4). Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να υποκαταστήσει ούτε τη βούληση των συμβαλλομένων κατά την κατάρτιση του κανονισμού, ούτε τη Γενική Συνέλευση, η οποία δύναται  να  τροποποιήσει τον  κανονισμό, και να αντικαταστήσει τη προβλεπόμενη ως άνω πλειοψηφία με άλλη, διότι μια τέτοια αποκαταστατική εξουσία του Δικαστηρίου προσκρούει στην εξ αντικειμένου αδυναμία προσδιορισμού του ακριβούς περιεχομένου της απόφασης που θα λάμβαναν, είτε τα συμβαλλόμενα μέρη κατά την κατάρτιση του κανονισμού, είτε η ίδια η Γενική Συνέλευση επί τροποποίησης του κανονισμού, όσον αφορά στην ανωτέρω προβλεπόμενη πλειοψηφία, χωρίς την παρεμβολή του ανωτέρω φερόμενου ελαττώματος, το οποίο προκάλεσε την ακυρότητα του ανωτέρω όρου, ώστε να προκύπτει με βεβαιότητα η απαλλαγμένη ελαττωμάτων απόφαση, η οποία άλλως θα λαμβανόταν (βλ. σχετ.. Στ. Βλαστό, ό.π. σελ. 325). Επιπλέον, η αγωγή καθ’ όσον αφορά το πέμπτο ως άνω αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη : α) ως προς την πρώτη ενάγουσα λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης αυτής, διότι η τελευταία με την παραπάνω ιδιότητα της (διαχειρίστρια) νομιμοποιείται να ενάγει μόνο σε υποθέσεις, που αφορούν στη διαχείριση της πολυκατοικίας (ΑΠ 1465/2000 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ στην επίδικη περίπτωση πρόκειται για αναγνώριση δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης των συγκεκριμένων συνιδιοκτητών των ισογείων διαμερισμάτων του κτιρίου Β επί τμημάτων ακαλύπτου χώρου του ανωτέρω κτιριακού συγκροτήματος με την οποία διώκεται η άρση του φερόμενου δικαιώματος σύγχρησης επί αυτών της εναγόμενης – συνιδιοκτήτριας και β) λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του δευτέρου των εναγομένων, για τον ίδιο ως άνω λόγο, καθόσον αυτός ενάγεται μόνο ως διαχειριστής και όχι ως συνιδιοκτήτης του ανωτέρω κτιριακού συγκροτήματος (βλ. ΕφΠειρ 76/201Ο δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι όσον αφορά στο πέμπτο των ανωτέρω αιτημάτων δεν υφίσταται σχέση αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ των διαδίκων, καθόσον αντικείμενο της διαφοράς είναι αν οι συγκεκριμένοι ενάγοντες έχουν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης επί των συγκεκριμένων επίδικων εδαφικών τμημάτων του ακινήτου, περίπτωση που δεν εμπίπτει σε καμία εκ των περιοριστικά αναφερομένων περιπτώσεων του άρθρου 76 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 1096/2015 και 1584/2006 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 392/1997 ΕλλΔνη 1997, 1842, ΑΠ 168/1987 ΕΔΠ 1988, 172, ΕφΠειρ 126/2016  και  364/2016 δημ.   στη   ΤΝΠ   ΝΟΜΟΣ,   ΕφΑθ   1073/1998   ΕΔΠ   1998,   300   και ΕφΑθ 1479/1993 ΕΔΠ 1994, 30). Επιπλέον, όσον αφορά το τρίτο ως άνω αγωγικό αίτημα, ήτοι την ακυρότητα του ως άνω όρου πολυμερούς δικαιοπραξίας (κανονισμού πολυκατοικίας) ως καταχρηστικής και αντίθετης στα χρηστά ήθη, υπάρχει πλήρης ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης κάθε ομοδίκου, καθόσον η λογική αναγκαιότητα επιβάλλει την έκδοση όμοιας απόφασης και, συνεπώς, δεν είναι νοητή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων (ΑΠ 1365/2019 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. όμως αντίθετα: ΑΠ 1720/2005 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΕφΠειρ 318/2004 ΠειρΝομ 2004, 174 σύμφωνα με τις οποίες υφίσταται απλή ομοδικία). Ωστόσο, η εν λόγω κατ’ άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ αναγκαστική ομοδικία δεν σημαίνει, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αναγκαστική συμμετοχή όλων των ομοδίκων στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, με την έννοια της εξάρτησης απ’ αυτό του παραδεκτού της αγωγής, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, παρά μόνο όταν ρητά ο νόμος επιτάσσει, με ποινή απαραδέκτου την κοινή νομιμοποίηση όλων των αναγκαίων ομοδίκων, περίπτωση, όμως, που δεν συντρέχει στην προκείμενη διαφορά. Συνεπώς, πρέπει η ανωτέρω αγωγή να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Οι προσθέτως εναγόντες ισχυρίζονται με την από 6-9-2019 πρόσθετη παρέμβαση τους ότι ο μεν πρώτος και η δεύτερη εξ αυτών είναι κύριοι των υπό στοιχεία Α-Β1 και Α-Β2 οριζοντίων ιδιοκτησιών αντιστοίχως του πρώτου ορόφου του κτιρίου Β, ο δε τρίτος εξ αυτών είναι κύριος της υπό στοιχεία  Β-Β1 οριζόντιας ιδιοκτησίας του δευτέρου ορόφου του ιδίου ως άνω κτιρίου του ανωτέρω περιγραφόμενου κτιριακού συγκροτήματος, παρεμβαίνουν υπέρ των εναγόντων της ανωτέρω πρώτης κρινόμενης αγωγής και ζητούν, επικαλούμενοι έννομο προς τούτο συμφέρον ως προς την έκβαση της ανωτέρω δίκης, να γίνει δεκτή η ανωτέρω από 21-5-2019 αγωγή και να καταδικαστούν οι καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση και κυρίως  εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Η παρέμβαση αυτή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 31 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (591 παρ. 1 εδ. α’ και στοιχ. β’, 614 αριθμ. 1 και 615 επ. ΚΠολΔ), είναι  δε  νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις της κύριας ως άνω αγωγής και σε αυτές των άρθρων 80, 81 παρ. 1 σε συνδ. με το άρθρο 591 παρ. 1  στοιχ. Β’ ΚΠολΔ, δεδομένου ότι εν λόγω παρεμβαίνοντες ενεργούν ως τρίτοι, διότι δεν εκπροσωπούνται ατομικώς στην ανωτέρω ανοιχθείσα δίκη από  την πρώτη των υπερ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση – εναγόντων, η οποία εκπροσωπεί μόνο την ένωση των συνιδιοκτητών του κτιρίου Β, η οποία και μόνο είναι διάδικος στην δίκη αυτή (ΕφΑθ 7261/2007 ΝοΒ 2008, 662, ΕφΑθ 9414/2005 ΕΔΠ 2008, 325 και 5451/2003 ΕλλΔνη 2004, 1508, 1. Κατράς, ό.π., σελ. 1080, Νίκας σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος 1, εκδ. 2000, υπ άρθρο 80, παρ. 3).

Σύμφωνα με το άρθρο 70 του ΚΠολΔ «όποιος έχει έννομο  συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μπορεί να αναγνωριστεί με αγωγή η ύπαρξη ή ανυπαρξία έννομης σχέσης, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει προς τούτο έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση που ρυθμίζεται από το δίκαιο και αναφέρεται σε πρόσωπο ή πράγμα, δημιουργεί δε δικαίωμα ή μπορεί με τη συνδρομή και άλλων όρων να καταλήξει σε δικαίωμα, για την έννομη προστασία του οποίου παρέχεται με την ως άνω διάταξη η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής. Συνεπώς, η παραπάνω διάταξη είναι τοιαύτη ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου και η απόφαση που εκδίδεται επί της αναγνωριστικής αγωγής  τέμνει τη διαφορά όπως και επί καταψηφιστικής, παράγουσα δεδικασμένο περί της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας του δικαιώματος με τις συνέπειές του (ΑΠ 468/2010 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής είναι η αυθεντική διάγνωση κάποιας έννομης σχέσης και όχι η βεβαίωση γεγονότων που δεν συνεπάγονται έννομες συνέπειες και νομικών γεγονότων, που έχουν αποσυνδεθεί από τις έννομες συνέπειές τους (ΕφΠατρ 11/2008 ΑχΝομ 2009, 278). Ως εκ τούτου ο έχων έννομο συμφέρον προς αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας μίας έννομης σχέσης δεν επιτρέπεται να περιορισθεί στην υποβολή αιτήματος διαπίστωσης απλών πραγματικών γεγονότων χωρίς καθορισμό των προβλεπόμενων  από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο νομικός κανόνας στον οποίο υπάγονται τα περιστατικά αυτά. Αναγνωριστική αγωγή προς άρση αβεβαιότητας ως προς την έννοια νομικής διάταξης δύναται να εγερθεί υπό την προϋπόθεση ότι το νομικό ζήτημα του οποίου ζητείται η επίλυση συνδέεται με συγκεκριμένη έννομη σχέση, η οποία μαζί με τα σχετικά πραγματικά περιστατικά αναφέρεται εις το δικόγραφο της αγωγής (ΑΠ 127/1990 ΔΕΝ 1991, 277, ΕφΑθ 2855/2008 ΕφΑΔ 2009, 198). Έτσι, αναγνωριστική αγωγή με αντικείμενο απλά πραγματικά  περιστατικά,  τα οποία  συνιστούν  προϋπόθεση  ή  έχουν νομική σημασία για την έννομη προστασία του προσώπου αλλά δεν συνιστούν από μόνα  τους έννομη σχέση,  δεν είναι νόμιμη  (βλ. ΑΠ 927/2002  ΕλλΔνη  2003, 1272,  ΑΠ  155/2002  ΕλλΔνη  2002,  1346,  ΑΠ  989/1996  ΕλλΔνη  1998, 813, ΕφΑθ  3466/2011   ΕΕμπΔ   2013,  151,  ΕφΑθ  2855/2008  ΕφΑΔ  2009, 198, ΕφΠατρ  426/2006   ΑχΝομ  2007,   331,   ΕφΔωδ   71/2005   δημ.   στη ΤΝΠ

ΝΟΜΟΣ).

Με την δεύτερη υπό κρίση από 9-9-2019 αγωγή τους οι εναγόμενοι τη ανωτέρω πρώτης κρινόμενης αγωγής και ήδη ενάγοντες εκθέτουν ότι η πρώτη ενάγουσα είναι αποκλειστική κυρία του κτιρίου Α του ως άνω συγκροτήματος κατοικιών με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 510/1000, το οποίο υπήχθη στις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και του Ν. 3741/1929 δυνάμει της υπ’ αριθμ. 14678/8-12-19Π πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού συγκροτημάτων πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών     Ευδοξίας Σούλη Νιάου, νομίμως μεταγεγραμμένη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χαλανδρίου, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 15.224/30-1-1978 πράξη της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, η οποία επίσης έχει μεταγραφεί νομίμως. Ότι ο δεύτερος ενάγων εξελέγη διαχειριστής του ανωτέρω κτιριακού συγκροτήματος για πρώτη φορά στις 15-7-2017 και επανεξελέγη στην ίδια θέση με την από 14-3-2019 απόφαση της Γ.Σ. των συνιδιοκτητών του ανωτέρω συγκροτήματος. Ότι κατόπιν της φερόμενης εκλογής της πρώτης εναγομένης ως διαχειρίστριας του κτιρίου Β, ο ίδιος παρέμεινε  διαχειριστής του κτιρίου Α και του κοινοχρήστου κήπου του ανωτέρω συγκροτήματος. Ότι τα κτίρια Α και Β έχουν κοινόχρηστο και κοινόκτητο κήπο επιφανείας 3.322,38 τ.μ. για τον οποίο προβλέπεται κατά τον ανωτέρω κανονισμό κοινή διαχείριση και ορίζεται ότι για τα θέματα αυτού οι αποφάσεις της ΓΣ λαμβάνονται με πλειοψηφία 510 ψήφων του συνολικού αριθμού των ψήφων αμφοτέρων των κτιρίων. Ότι ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος και η πέμπτη των εναγομένων έχουν καταλάβει κατά παράβαση του ως άνω κανονισμού συγκεκριμένα τμήματα του οικοπέδου, όπως αυτά περιγράφονται ειδικότερα στην αγωγή, τα οποία αποτελούν κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του ακινήτου και όχι χώρους αποκλειστικής χρήσης, όπως οι εν λόγω εναγόμενοι ισχυρίζονται με την πρώτη ως άνω κρινόμενη αγωγή τους. Ότι με την κατάληψη των ανωτέρω κοινοχρήστων χώρων, αυτοί δεν είναι ελεύθεροι προς σύγχρηση από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες, ειδικότερα δε κωλύεται η πρώτη εναγόμενη ως κυρία του κτιρίου Α να χρησιμοποιεί ελευθέρως τα καταληφθέντα αυτά τμήματα.. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζητούν η μεν πρώτη εξ αυτών ως συνιδιοκτήτριας του ως άνω συγκροτήματος πολυκατοικιών, ο δε δεύτερος ως διαχειριστή του κτιρίου Α : 1) να αναγνωρισθεί ότι έκαστος των ανωτέρω εναγομένων έχει καταλάβει παρανόμως και άνευ δικαιώματος το περιγραφόμενο στην προκείμενη αγωγή για έκαστο εξ αυτών συγκεκριμένο κοινόχρηστο τμήμα του ακινήτου, 2) να υποχρεωθούν οι ανωτέρω εναγόμενοι να αποδώσουν στους συνιδιοκτήτες του συγκροτήματος ελεύθερη τη χρήση των καταληφθέντων αυτών τμημάτων και 3) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά τους έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο {άρθρα 17 παρ. 3 και 29 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία επίλυσης περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 αριθμ. 2 ΚΠολΔ, καθώς πρόκειται για διαφορά μεταξύ συνιδιοκτητών με αντικείμενο την προσβολή δικαιώματος σύγχρησης επί φερόμενων κοινοχρήστων καταληφθέντων τμημάτων του κήπου, η  οποία απορρέει από τη σχέση της οροφοκτησίας {βλ. ΕφΠειρ 1227/2005 ΠειρΝομ 2006 29), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων,  είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 785, 787, 789, 1002, 1113, 1117 ΑΚ, 1., 2  παρ.1, 3  παρ. 1, 4  παρ. 1,  5 εδ. α’, 13, 14 του Ν. 3741/1929 «Περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους» {που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ), 70, 176, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ωστόσο, η κρινόμενη αυτή αγωγή κατά το μέρος της, που στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης, ως διαχειρίστριας του κτιρίου Β και εκπροσώπου της ένωσης συνιδιοκτητών αυτού, είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, καθόσον η εναγόμενη με την παραπάνω ιδιότητα της νομιμοποιείται να εvαχθεί μόνο σε υποθέσεις, που αφορούν τη διαχείριση της πολυκατοικίας, ενώ στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για διένεξη μεταξύ συνιδιοκτητών με αντικείμενο την απόδοση της σύγχρησης καταληφθέντων κοινοχρήστων χώρων του οικοπέδου του ανωτέρω κτιριακού συγκροτήματος {βλ. ΕφΠειρ 76/2010 ό.π.), οι  δε ενάγοντες δεν επικαλούνται ότι αυτή η ίδια έχει προβεί σε κατάληψη των επίδικων κοινοχρήστων χώρων. Περαιτέρω, η αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς το πρώτο ως άνω αίτημα, διότι ναι μεν αυτό εμπεριέχεται κατά λογική και νομική αναγκαιότητα στο δεύτερο ως άνω αίτημα περί απόδοσης της ελεύθερης χρήσης των ως άνω φερομένων ως καταληφθέντων εδαφικών τμημάτων, πλην όμως, η αναγνώριση της κατάληψης των εν λόγω τμημάτων συνιστά από μόνη της ένα πραγματικό γεγονός, αποσυνδεδεμένο από τις έννομες συνέπειές του, η δε προς τούτο αιτούμενη ως άνω αναγνώριση με αντικείμενο τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, ακόμα και αν αυτά έχουν νομική σημασία για την έννομη προστασία των εναγόντων, δεν είναι νόμιμη, καθώς αυτά από μόνα τους δεν συνιστούν, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, έννομη σχέση. Συνεπώς, πρέπει και η αγωγή αυτή να εξετασθεί ως προς τα λοιπά αιτήματά της περαιτέρω κατ’ ουσίαν, συνεκδικαζόμενη με την πρώτη ως άνω αγωγή και την ανωτέρω πρόσθετη παρέμβαση λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31 παρ. 1, 246 και 285 ΚΠολΔ, σε συνδ. με το άρθρο 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου (ΑΠ 123/2017 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προφανής υπέρβαση είναι η έντονη αποδοκιμασία εντός των γενικών πλαισίων της κοινωνικοοικονομικής πολιτικής σε σχέση με την ορθολογιστική συμβίωση σε δεδομένο τόπο και χρόνο. Σύμφωνα δε με την ανωτέρω διάταξη, η οποία αποσκοπεί  στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως  από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η ειρημένη αδράνεια του δικαιούχου πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του, πλην μικρότερο του προβλεπόμενου από το νόμο για την παραγραφή του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς  για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο  την οικονομική  του υπόσταση,  αλλά αρκεί  να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ.ΑΠ 6/2016,  7/2002, 8/2001  δημ.  Στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 881/2019 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν έλαβε χώρα ανεπίτρεπτη, ως αντικείμενη στον κανονισμό, ενέργεια συνιδιοκτήτη και επιδιώκεται να αρθεί η παράνομη κατάσταση που δημιουργήθηκε, η αξίωση για την άρση αυτή υπερβαίνει προφανώς τα ανωτέρω όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και όταν προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του δικαιώματός του (ΑΠ 480/2018 και 1640/2011 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η εν λόγω αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως καταχρηστικώς ασκηθείσα, διότι η ανωτέρω ενάγουσα – συνιδιοκτήτρια ουδέποτε αμφισβήτησε επί σαράντα έτη, ήτοι από την ανωτέρω σύσταση της οροφοκτησίας  και κατάρτιση  του ανωτέρω  κανονισμού  έως  την άσκηση της πρώτης ως άνω αγωγής, το δικαίωμα των εναγομένων να κάνουν αποκλειστική χρήση των επιδίκων χώρων των ισογείων διαμερισμάτων τους δημιουργώντας σε αυτούς την πεποίθηση ότι ουδέποτε πρόκειται να ασκήσει το αγωγικό της δικαίωμα. Ότι η ανωτέρω άσκηση του δικαιώματος συνιστά αντιφατική συμπεριφορά της εναγομένης, καθόσον έχει ανεχθεί καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα την ανωτέρω εν γνώσει της ασκηθείσας εκ μέρους τους αποκλειστική χρήση των επιδίκων χώρων και ουδέποτε έχει διαμαρτυρηθεί. Ότι σε κάθε περίπτωση υφίσταται αποδυνάμωση του  ανωτέρω αγωγικού δικαιώματος, καθώς η ανωτέρω αδράνεια εκ μέρους της εναγομένης να προβεί στην άσκηση του επιδίκου δικαιώματός της δεν οφείλεται σε εύλογη αιτία, αλλά αντιθέτως η ίδια και η εργολήπτρια εταιρία που κατασκεύασε το ανωτέρω κτιριακό συγκρότημα τους είχαν διαβεβαιώσει ότι οι εν λόγω επίδικοι χώροι είναι ιδιωτικοί και κανείς δεν θα έχει πρόσβαση σε αυτούς, η δε αναγνώριση του ανωτέρω δικαιώματος και η ανατροπή της ανωτέρω παγιωμένης κατάστασης θα προκαλέσει σε αυτούς αφόρητες (δυσμενείς), άλλως ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες, διότι μετά από σαράντα έτη συνεχούς και ακώλυτης αποκλειστικής χρήσης των επιδίκων χώρων, οι οποίοι βρίσκονται ακριβώς έμπροσθεν από τον ισόγειο χώρο των διαμερισμάτων τους, κινδυνεύουν να χρησιμοποιούν τον έως τώρα ιδιωτικό τους αυτό χώρο και άλλοι συνιδιοκτήτες, γεγονός το οποίο αν γνώριζαν εξ αρχής δεν θα είχαν αγοράσει τα εν λόγω διαμερίσματα, καθώς αυτά δεν διαθέτουν μπαλκόνι. Ότι η ανωτέρω κακόβουλη συμπεριφορά της εναγομένης έρχεται σε προφανή αντίθεση  με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς  πρέπει η  αγωγή αυτή να απορριφθεί. Ο ανωτέρω ισχυρισμός είναι νόμιμος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν νομίμως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εκτιμωμένων κατά το μέτρο της γνώσης και της αξιοπιστίας αυτών, από τις υπ’ αριθμ. 1668/20-9- 2019, 1731/27..11-2019 και 1732/28-11-2019 ένορκες βεβαιώσεις των Π. Χ., Α. Τ. και Ε. Β. αντιστοίχως, οι οποίες ελήφθησαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Γ., με επιμέλεια των εναγόντων της πρώτης από 21-5-2019 κρινόμενης αγωγής κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων τους (βλ. τις υπ’ αριθμ. 5371/13-9-2019 και 5372/13-9-2019 εκθέσεις επιδόσεως της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας Α. Ζ. και τις υπ’ αριθμ. 8538/22-11- 2019 και 8539/22-11-2019 εκθέσεις επιδόσεως της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας Α. Κ.) και από το σύνολο των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα ως στοιχεία χρήσιμα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόντων είναι αποκλειστικοί κύριοι, οι δε τέταρτος και πέμπτη εξ αυτών είναι επικαρπωτές, συγκεκριμένων οριζοντίων ιδιοκτησιών του ισογείου ορόφου του κτιρίου Β, το οποίο ανήκει σε συγκρότημα κατοικιών, αποτελούμενο από δύο πολυκατοικίες, ήτοι τα κτίρια Α και Β, και βρίσκεται επί ακινήτου έκτασης 5.628,35 τ.μ. στην οδό Π., στο Παλαιό Ψυχικό Αττικής. Συγκεκριμένα, η Κ. Κ. , ήδη εναγόμενη της πρώτης κρινόμενης αγωγής και ενάγουσα της δεύτερης υπό κρίση αγωγής, και ο ήδη αποβιώσας σύζυγός της Α. Τ. είχαν στην αποκλειστική τους κυριότητα κατά ποσοστό ½ έκαστος εξ αυτών εξ αδιαιρέτου το ανωτέρω ακίνητο και ανέθεσαν από κοινού δυνάμει του υπ’ αριθμ. 13855/1977 προσυμφώνου μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου του  εν λόγω ακινήτου και εργολαβικού συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Σ. Ν.  στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ  ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΕΩΝ  ΚΑΙ  ΤΕΧΝΙΚΩΝ  ΕΡΓΩΝ  ΕΑΤΕ  Α.Ε.» την ανέγερση  των  ανωτέρω  δύο  πολυκατοικιών  ως  ανεξάρτητων  μεταξύ τους λειτουργικών κτιρίων, οι ίδιοι δε παρακράτησαν κατ’ ισομοιρία ποσοστό συγκυριότητας επί του όλου ακινήτου 510/1000 εξ αδιαιρέτου, το οποίο αντιστοιχεί στο κτίριο Α, το δε υπόλοιπο ποσοστό 490/1000 εξ αδιαιρέτου, το οποίο αντιστοιχεί στο κτίριο Β με τις επ’ αυτού οριζόντιες ιδιοκτησίες, μεταβίβασαν στην ανωτέρω ανώνυμη εργολήπτρια εταιρία. Εν συνεχεία, επί των κτιρίων Α και Β του ανωτέρω συγκροτήματος πολυκατοικιών συνεστήθη από τους ανωτέρω δύο οικοπεδούχους με τη σύμπραξη της ανωτέρω εργολήπτριας εταιρίας κατά τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ οριζόντια ιδιοκτησία δυνάμει της υπ’ αριθμ. 14.678/8-12-1977 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Σ. – Ν., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χαλανδρίου στον τόμο ΣΛΕ με αριθμό 53, όπως αυτή εν συνεχεία τροποποιήθηκε με τις υπ’ αριθμ.: α) 15224/30-1- 1978 (μόνο ως προς το κτίριο 8), β) 15679/1978, γ) 16030/1978, δ) 16184/1978, ε} 16368/1978 και στ} 17041/1978 πράξεις της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χαλανδρίου αντιστοίχως στους τόμους ΣΛΕ, ΣΛΖ, ΣΛΗ, ΣΛΗ, ΣΛΘ και ΣΜΗ με αριθμούς 402, 108, 453, 455, 255 και 314. Μετά το θάνατο του Α. Κ.  στις 9-10-1980 η ως άνω εναγόμενη – ενάγουσα απέκτησε πλήρως ως κληρονόμος αυτού το ανωτέρω ποσοστό των 510/1000 εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί του όλου ακινήτου, το οποίο διαθέτει μέχρι και σήμερα, η ίδια δε είναι αποκλειστική κυρία όλων των οριζοντίων ιδιοκτησιών του κτιρίου Α. Ακολούθως, ο Ν. Δ.  έχει την αποκλειστική  κυριότητα  της  υπό  στοιχεία  1-81 οριζόντιας  ιδιοκτησίας του ισογείου ορόφου του κτιρίου Β, επιφανείας 139 τ.μ. περίπου με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 300/1000, την ανωτέρω δε ιδιοκτησία απέκτησε εξ αγοράς από την εναγόμενη της πρώτης κρινόμενης από 21-5-2019 αγωγής Κ.Κ.  και  τον   τότε  σύζυγο  αυτής Α. Κ., καθώς και από την  ανωτέρω  εργολήπτρια εταιρία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 70.752/21-9-1979 συμβολαίου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Κ.. Ο Μ.Π. είναι αποκλειστικός κύριος της υπό στοιχεία 1-82 οριζόντιας ιδιοκτησίας του ισογείου ορόφου του κτιρίου Β, επιφανείας  105 τ.μ. περίπου με ποσοστό  συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου  επί του  όλου οικοπέδου 230/1000, την ανωτέρω δε ιδιοκτησία απέκτησε εξ αγοράς δυνάμει του uτr’ αριθμ. 4.299/13-5-1996 συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Ρ. Λ.. Ο Ι. Τ. είναι επικαρπωτής της υπό στοιχεία 1-83 οριζόντιας ιδιοκτησίας του ισογείου ορόφου του κτιρίου Β, επιφανείας 105 τ.μ. περίπου, με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου  επί του όλου οικοπέδου 230/1000. Ο ανωτέρω ενάγων είχε αποκτήσει την πλήρη κυριότητα της ανωτέρω ιδιοκτησίας αφενός δυνάμει του υπ’ αριθμ. 9838/1990 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της ΣυμβολαιογράφουΑθηνών Ε. Μ. Κ., δια της οποίας απέκτησε  την ψιλή κυριότητα αυτής και αφετέρου λόγω συνένωσης της ψιλής αυτής κυριότητας με την επικαρπία που διατηρούσε η μητέρα του Ε. ή Ε. Τ. Κ. , η οποία επήλθε με το θάνατο της τελευταίας στις 20-4-2012. Κατόπιν ο ανωτέρω ενάγων μεταβίβασε δυνάμει του υπ’ αριθμ. 23345/2-11-2015 συμβολαίου γονικής παροχής της ως άνω Συμβολαιογράφου Αθηνών στον υιό του Σ. Τ. την ψιλή κυριότητα του ανωτέρω διαμερίσματος παρακρατώντας ο ίδιος εφ’ όρου ζωής την επικαρπία επί αυτού. Επίσης, η πέμπτη ενάγουσα, Α. Π. είναι επικαρπώτρια της υπό στοιχεία 1-84 οριζόντιας ιδιοκτησίας του ισογείου ορόφου του κτιρίου Β, επιφανείας 139 τ.μ. περίπου, με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 300/1000, το δε ανωτέρω δικαίωμα επικαρπίας απέκτησε δια δωρεάς εκ  του συζύγου της  Ε. Π. δυνάμει του υπ’ αριθμ. 15337/6-7-1995 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά Α. Τ. – Π. . Επίσης, επί του ιδίου ως άνω κτιρίου διαθέτουν οριζόντιες ιδιοκτησίες και οι προσθέτως ως άνω παρεμβαίνοντες και ειδικότερα: α) ο Α. Τ.  έχει την ψιλή κυριότητα της υπό στοιχεία Α-Β1 οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου του ανωτέρω κτιρίου Β, επιφάνειας 139 τ.μ. περίπου, με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 420/1000, την οποία απέκτησε δια του υπ’ αριθμ.8158/31-7-2003 συμβολαίου γονικής παροχής του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Π.Π. , β) η Ι. Π. έχει την ψιλή κυριότητα της υπό στοιχεία Α-Β2 οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου του ανωτέρω κτιρίου Β, επιφάνειας 132 τ.μ. περίπου, με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου  επί του όλου οικοπέδου 380/1000, την οποία απέκτησε δια του υπ’ αριθμ. 17672/5-7-2000 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Κ. Β.  και γ) ο Σ. Β. έχει την  ψιλή κυριότητα της υπό στοιχεία Β-Β1 οριζόντιας ιδιοκτησίας του δευτέρου πάνω από το ισόγειο ορόφου του ανωτέρω κτιρίου Β, επιφάνειας 275 τ.μ. περίπου, με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 880/10000, την οποία απέκτησε δια του υπ’ αριθμ. 5426/31-5-1990 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μ.Μ. Σ.  Με  την ίδια ως άνω υπ’ αριθμ. 14.678/8-12-1977 συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας καταρτίστηκε  κανονισμός ρυθμίσεως των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συνιδιοκτητών των ανωτέρω πολυκατοικιών, ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολο των βασικών σχετικά με την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της οροφοκτησίας συμφωνιών των  συνιδιοκτητών, συνιστά συλλογική σύμβαση και έχει ισχύ νόμου για τους οροφοκτήτες, αφού διέπει τις μεταξύ τους σχέσεις κατά τρόπο δεσμευτικό για όλους. Ο κανονισμός αυτός από τη μεταγραφή της ανωτέρω συμβολαιογραφικής πράξης, απέκτησε τόσο ενοχική όσο και εμπράγματη ενέργεια, οι δε ως άνω συνιδιοκτήτες – ενάγοντες δεσμεύονται από αυτόν, ως ειδικοί διάδοχοι των ανωτέρω δύο κοινών δικαιοπαρόχων τους και έχουν υπεισέλθει σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας τους κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στον ανωτέρω κανονισμό. Με τον ανωτέρω κανονισμό καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, και ο τρόπος διοίκησης εκάστου κτιρίου του ανωτέρω συγκροτήματος.  Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ανωτέρω κανονισμού τη διοίκηση εκάστου  κτιρίου ασκεί η Γενική Συνέλευση των ιδιοκτητών των οριζοντίων ιδιοκτησιών του κτιρίου αυτού, η οποία συγκαλείται και συνεδριάζει με τη συμμετοχή κάθε ιδιοκτήτη του συγκεκριμένου κτιρίου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο ανωτέρω άρθρο. Η Γενική Συνέλευση αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά  τη συντήρηση και επισκευή των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων, πραγμάτων και εγκαταστάσεων εκάστου κτιρίου και για κάθε άλλο θέμα που προβλέπεται εκ του νόμου και αρμόζει στην φύση της ως ανώτατου οργάνου διοίκησης και διαχείρισης των θεμάτων της συνιδιοκτησίας ή ορίζεται εκ του ανωτέρω κανονισμού (άρθρο 8 παρ. 7 του κανονισμού). Συνεπώς, εκ του κανονισμού προβλέπεται η συγκρότηση και λειτουργία ξεχωριστής Γενικής Συνέλευσης για κάθε κτίριο (Α και Β) του ανωτέρω κτιριακού συγκροτήματος, η οποία λαμβάνει αποφάσεις που αφορούν τους συνιδιοκτήτες του κτιρίου αυτού και εν γένει τα θέματα της επί του κτιρίου αυτού συσταθείσας οροφοκτησίας. Στα θέματα αυτά συγκαταλέγεται και η λήψη αποφάσεων  για τη συντήρηση, την επισκευή και τη βελτίωση της εξωτερικής εμφάνισης (όψης) και της αισθητικής του κάθε κτιρίου, επί των οποίων έκαστος συνιδιοκτήτης του ιδίου κτιρίου έχει δικαίωμα εκ του ανωτέρω κανονισμού σύγχρησης και απόλαυσης των ωφελειών που απορρέουν εξ αυτών. Ο κανονισμός του ανωτέρω κτιριακού συγκροτήματος περιέχει συγκεκριμένες ρυθμίσεις και θέτει συγκεκριμένους περιορισμούς ως προς την ανωτέρω χρήση των κτιρίων, οι οποίες συνιστούν ιδιόμορφες δουλείες και δεσμεύουν όλους ανεξαιρέτως τους συνιδιοκτήτες και των δύο κτιρίων. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού στα κοινόχρηστα μέρη εκάστου κτιρίου ανήκουν, μεταξύ άλλων, οι εξωτερικοί τοίχοι, τα εξωτερικά επιχρίσματα, οι κεντρικές είσοδοι, τα πλατύσκαλα, το δώμα και κάθε άλλο πράγμα ή εγκατάσταση, η οποία προσδιορίζει εκ της φύσεως και του προορισμού του την εξωτερική εμφάνιση κάθε κτιρίου και χαρακτηρίζει την αισθητική του. Στο ίδιο άρθρο ορίζεται ρητώς ότι : α) επιτρέπεται το άνοιγμα οπών προς τοποθέτηση φορητών κλιματιστικών μονάδων στους εξωτερικούς τοίχους των εξωστών, αλλά στη βάση τους, ώστε να αποκρύπτονται οι συσκευές αυτές από τα στηθαία των εξωστών και β) απαγορεύεται από οποιονδήποτε ιδιοκτήτη οριζόντιας ιδιοκτησίας ο χρωματισμός (εν όλω ή εν μέρει) των εξωτερικών τοίχων της ιδιοκτησίας του και η αλλαγή του εξωτερικού χρωματισμού των παραθυρόφυλλων, των θυρών των εξωτερικών διακοσμήσεων και εν γένει κάθε αλλαγή της εξωτερικής εμφάνισης κάθε κτιρίου ή των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών αυτού, οι οποίες θα διενεργούνται κατόπιν απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών εκάστου μεμονωμένου κτιρίου. Περαιτέρω, ορίζεται στο άρθρο 4 του κανονισμού ότι απαγορεύεται : α) στους τοίχους και τα κιγκλιδώματα του περιβόλου των κτιρίων, όπως και στις προσόψεις, τους εξώστες, τα στηθαία και το δώμα αυτών η τοποθέτηση πινακίδων δηλωτικών επαγγελμάτων ή κάθε είδους διαφημιστικών εκδηλώσεων (παρ. 2) και β) απολύτως το άπλωμα των ρούχων, το τίναγμα των χαλιών και κάθε άλλου αντικειμένου από τις πόρτες, τα παράθυρα και τους εξώστες (μπαλκόνια) των κυρίως προσόψεων των ανωτέρω ιδιοκτησιών, οι δε ενέργειες συνιδιοκτητών που αφορούν τα ανωτέρω θέματα και ως προς τις λοιπές προσόψεις των κτιρίων ορίζεται ότι ρυθμίζονται από τη Γενική Συνέλευση των συνιδιοκτητών (παρ. 4). Συνεπώς, η αρμοδιότητα περί λήψης αποφάσεων για την εξωτερική εμφάνιση και αισθητική κάθε κτιρίου ανατίθεται σε έκαστη των Γενικών Συνελεύσεων εκάστου κτιρίου. Η αρμοδιότητα αυτή αποδεικνύεται εκ του περιεχομένου των ανωτέρω επιμέρους ειδικότερων διατάξεων του ως άνω κανονισμού, ερμηνευομένων κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ίδιος ο κανονισμός δεν ορίζει άλλο αρμόδιο όργανο τόσο προς τη λήψη των εν λόγω αποφάσεων, όσο και των διαφορών που προκύπτουν εκ της εφαρμογής των ανωτέρω κανονιστικών ρυθμίσεων. Ταυτόχρονα δεν προβλέπεται εκ του κανονισμού κοινή διαχείριση επί των ανωτέρω θεμάτων. Αντιθέτως, ο κανονισμός αναθέτει κατά τα ανωτέρω τη λήψη κάθε απόφασης επί των κοινοχρήστων μερών της κάθε πολυκατοικίας στην αρμοδιότητα της Γενικής Συνέλευσης των οροφοκτητών εκάστου κτιρίου, στην οποία περιλαμβάνεται και η λήψη κάθε απόφασης σχετικά με την εξωτερική εμφάνιση και αισθητική κάθε κτιρίου. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι εκ των ανωτέρω κανονιστικών ρυθμίσεων αποδεικνύεται ότι δεν επιτρέπονται ενέργειες που επιφέρουν ουσιώδεις μεταβολές στην εξωτερική όψη τόσο του κτιρίου Α, όσο και του κτιρίου Β και αλλοιώνουν την αισθητική τόσο των ιδίων των κτιρίων αυτών, όσο και όλου του συγκροτήματος, όπως αυτή προσδιορίζεται από την αρχιτεκτονική μελέτη, τη θέση του ακινήτου και τον προορισμό και τις ανάγκες της συγκεκριμένης οροφοκτησίας, ιδιαίτερα  δε όταν με τις ανωτέρω ενέργειες θίγεται η ασφάλεια και στατική των ανωτέρω κτιρίων. Περαιτέρω, κάθε κτίριο έχει σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 8 ξεχωριστό διαχειριστή. Ειδικότερα, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο του κανονισμού ο διαχειριστής  κάθε  κτιρίου  είναι επιφορτισμένος με τις ευθύνες της διαχείρισης του συγκεκριμένου κτιρίου και εκλέγεται από την συγκεκριμένη Γενική Συνέλευση των συνιδιοκτητών του κτιρίου αυτού. Η θητεία του είναι ετήσια και είναι άμισθος εντολοδόχος του συνόλου των συνιδιοκτητών του κτιρίου το οποίο διοικεί, έχοντας υποχρέωση να εκτελεί τις αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων του κτιρίου αυτού, να τηρεί τις διατάξεις του κανονισμού αυτού και να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες τρέχουσας διαχείρισης, στις οποίες ανήκουν ενδεικτικά, σύμφωνα με το ίδιο ως άνω άρθρο του κανονισμού, οι τρέχουσες επισκευές κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων πραγμάτων και εγκαταστάσεων, η πληρωμή των κοινών δαπανών, καθώς και ο διορισμός κηπουρού για την διαμόρφωση (κατασκευή) και συνεχή συντήρηση του κήπου στους εν γένει ακάλυπτους χώρους του κτιρίου επί του οποίου ασκεί τη διαχείριση. Οι δικαιοδοσίες του διαχειριστή κάθε κτιρίου καθορίζονται ειδικότερα από τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης κάθε κτιρίου. Κάθε ένα κτίριο έχει ανεξάρτητη διαχείριση, ανεξάρτητη διοίκηση των παντός είδους κοινοχρήστων δαπανών και δική του ανεξάρτητη Γενική Συνέλευση (άρθρο 8 παρ. 8 του κανονισμού). Εκ των ανωτέρω ρυθμίσεων είναι σαφές ότι όλοι οι συνιδιοκτήτες του κτιρίου Β, μεταξύ των οποίων και ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόντων, έχουν το δικαίωμα  δια  της  συμμετοχής   τους  στην  ανωτέρω  Γενική  Συνέλευση  του κτιρίου Β να εκλέγουν ανεξάρτητο διαχειριστή από τον διαχειριστή που εκλέγει το κτίριο Α, ο οποίος ενεργεί και ασκεί  τα καθήκοντά  του ανεξάρτητα από τον έτερο διαχειριστή του κτιρίου Α. Για το λόγο αυτό ο ανωτέρω κανονισμός δεν προβλέπει τη δημιουργία κοινού αποθεματικού για όλο το κτιριακό συγκρότημα, αφού η διοίκηση και η διαχείριση κάθε κτιρίου είναι ανεξάρτητη από την αντίστοιχη του έτερου κτιρίου. Ο ανωτέρω κανονισμός ορίζει ως μοναδική εξαίρεση τα θέματα που αφορούν στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου επί του οποίου προβλέπει κοινή διαχείριση. Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση αυτή δεν προβλέπεται για οποιοδήποτε λόγο η δημιουργία ξεχωριστού αποθεματικού ειδικού σκοπού, ούτε για την κάλυψη των αναγκών που αφορούν στη διαμόρφωση – αρχιτεκτονική του κήπου ή τη συντήρηση αυτού. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από το ότι ο ίδιος ο κανονισμός δεν περιλαμβάνει καμία ειδική περί τούτου ρύθμιση, αλλά αντιθέτως περιλαμβάνει συγκεκριμένες ρυθμίσεις για την κατανομή των δαπανών του κήπου. Συγκεκριμένα, στην παρ. 9 του ιδίου ως άνω άρθρου, όπου προβλέπεται ειδικώς η ύπαρξη αποθεματικού, δεν γίνεται καμία μνεία ή αναφορά σε ειδικό αποθεματικό  για οποιοδήποτε  σκοπό. Ειδικότερα, σύμφωνα το άρθρο 8 παρ. 9 του κανονισμού «Προς αντιμετώπισιν των τρεχουσών ή εκτάκτων αλλά επειγουσών δαπανών η Γενική Συνέλευσις ορίζει χρηματικό ποσόν, όπερ οι ιδιοκτήται των διηρημένων οριζοντίων ιδιοκτησιών δέον να καταβάλωσιν εις τον Διαχειριστήν. Η παρ’ εκάστου ιδιοκτήτου καταβολή αύτη είναι ανάλογος προς την συμμετοχήν της διηρημένης οριζοντίου ιδιοκτησίας του εις τον κυβικόν όγκον των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων, πραγμάτων και εγκαταστάσεων του κτιρίου εις μέτρα κυβικά μ3 συμφώνως προς την οικείον στήλην του πίνακας κατανομής ποσοστών». Από τα χρήματα αυτά που προκαταβάλλονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 και 721 ΑΚ από τους συνιδιοκτήτες εκάστου κτιρίου με τη μορφή αποθεματικού στο διαχειριστή του κτιρίου τους ο τελευταίος έχει υποχρέωση να πληρώνει «άνευ αναβολής» τις τρέχουσες κοινές δαπάνες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 5 του κανονισμού κάθε κτίριο έχει αυτοτελείς και ανεξάρτητες από το άλλο κτίριο δαπάνες κοινών βαρών και ανελκυστήρων. Οι δαπάνες του κήπου κατανέμονται κοινώς ανάμεσα στα δύο κτίρια σύμφωνα με τη στήλη έντεκα (11) «δαπάνες κήπου» του συνημμένου στον ανωτέρω κανονισμό πίνακα κατανομής ποσοστών για κάθε οριζόντια ιδιοκτησία και κατά ποσοστό 510/1000 για το κτίριο Α κατά ποσοστό 490/1000 για το κτίριο Β. Επί θεμάτων που αφορούν στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και συγκεκριμένα των θεμάτων που αφορούν στον κήπο και μόνο ο κανονισμός προβλέπει κατ’ εξαίρεση τη σύγκληση κοινής Γενική Συνέλευσης στην οποία συμμετέχουν όλοι οι συνιδιοκτήτες αμφοτέρων των κτιρίων, η οποία είναι αρμόδια να λαμβάνει απόφαση για κάθε σχετικό με τον κοινόχρηστο κήπο του συγκροτήματος θέμα με πλειοψηφία 510 ψήφων επί συνόλου 1000 ψήφων. Επιπλέον, κατά το άρθρο 8 παρ. 11 του κανονισμού ο διαχειριστής εκάστου κτιρίου έχει υποχρέωση να τηρεί λεπτομερώς λογαριασμό για όλες τις δαπάνες στις οποίες προβαίνει και να θέτει όλα τα προς τούτο δικαιολογητικά πάντα σε γνώση της Γενικής Συνέλευσης προς έγκριση, δίχως να περιλαμβάνεται ειδική υποχρέωσή του να τηρεί και ειδικό αποθεματικό προς κάλυψη των δαπανών του κήπου. Συνεπώς, εκ του ανωτέρω κανονισμού προβλέπεται ως απαραίτητη η δημιουργία ενός αποθεματικού σε κάθε κτίριο προς εξυπηρέτηση των αναγκών της διαχείρισης εκάστου κτιρίου. Εκ του αποθεματικού αυτού υποχρεούται ο διαχειριστής εκάστου κτιρίου να πληρώνει, κατά την ως άνω οριζόμενη συμμετοχή του κτιρίου που διοικεί, μεταξύ άλλων, και τις δαπάνες επί του κοινόχρηστου κήπου του κτιριακού συγκροτήματος. Επίσης, στα πλαίσια αυτά δύναται κάθε διαχειριστής να δημιουργήσει κατόπιν απόφασης, είτε της Γενικής Συνέλευσης του κτιρίου που διοικεί, είτε της κοινής Γενικής Συνέλευσης αμφοτέρων των κτιρίων, ξεχωριστό αποθεματικό για τις ανάγκες που καλείται να καλύψει το κτίριο που διοικεί και αφορούν ουσιαστικά στην καταβολή των προς τούτου αναγκαίων δαπανών κήπου, οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί σε εκτέλεση αποφάσεων της κοινής Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών όλου του συγκροτήματος κατ’ άρθρο 9 του ανωτέρω κανονισμού, δεδομένου ότι ο κανονισμός δεν απαγορεύει την δημιουργία και ειδικού αποθεματικού ειδικού σκοπού. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ως κοινή διαχείριση των θεμάτων του κήπου κατά το άρθρο 8 παρ. 8 του κανονισμού νοείται η από κοινού συναπόφαση των θεμάτων αυτών δια κοινής Γενικής Συνέλευσης όλων των συνιδιοκτητών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9 του κανονισμού και όχι η κατοχή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού ως αποθεματικού εκ μέρους του διαχειριστή του κτιρίου Α, όπως εσφαλμένως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι της πρώτης υπό κρίση αγωγής. Ο κανονισμός αναθέτει τη κοινή διαχείριση στην κατ’ άρθρο 9 αυτού κοινή Γενική Συνέλευση και δεν ορίζει προς τούτο κάποιον εκ των δύο διαχειριστών των κτιρίων αρμόδιο να κατέχει και να διαχειρίζεται αποκλειστικά οποιοδήποτε ποσό για τα θέματα του κήπου. Στην προκείμενη περίπτωση οι συνιδιοκτήτες των κτιρίων Α και Β είχαν επιλέξει επί πολλά έτη κατά παρέκκλιση των ανωτέρω ρυθμίσεων του κανονισμού να μην έχουν ξεχωριστή διαχείριση, ούτε ξεχωριστές Γενικές Συνελεύσεις, αλλά να συμμετέχουν όλοι σε μία Γενική Συνέλευση εκ της οποίας αυτοί εξέλεγαν κάθε φορά τον εκάστοτε διαχειριστή, ο οποίος αναλάμβανε να εκπληρώσει τις σύμφωνα με τον κανονισμό ως άνω υποχρεώσεις του κατά τρόπο κοινό και για τα δύο ως άνω κτίρια του συγκροτήματος, γεγονός το οποίο δεν είχε δημιουργήσει ούτε έριδες ούτε προστριβές μεταξύ των συνιδιοκτητών. Έτσι, στις 15-9-2017 συγκλήθηκε η Γενική Συνέλευση των συνιδιοκτητών του ανωτέρω κτιριακού συγκροτήματος, η οποία μετά την παραίτηση από τη θέση του διαχειριστή της Ι.Π.  και ήδη προσθέτως παρεμβαίνουσας, αποφάσισε να αναθέσει τα καθήκοντα της διαχείρισης του ανωτέρω συγκροτήματος πολυκατοικιών στον δεύτερο των εναγομένων και ενάγοντα της δεύτερης κρινόμενης αγωγής Σ. Τ.. Ταυτόχρονα ανέθεσε καθήκοντα βοηθού διαχειριστή στην εταιρία εξυπηρέτησης πολυκατοικιών «E….». Ωστόσο, ο τρόπος άσκησης της διαχείρισης εκ μέρους του ανωτέρω διαχειριστή, ο οποίος δεν είναι συνιδιοκτήτης του εν λόγω κτιριακού συγκροτήματος, δημιούργησε εντάσεις και διαφωνίες μεταξύ αυτού και των εναγόντων, αλλά και των ως άνω προσθέτως παρεμβαινόντων συνιδιοκτητών, με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθεί στις 21-2-2019 Γενική Συνέλευση των συνιδιοκτητών του κτιρίου Β, με την οποία εξελέγη για ένα έτος ως διαχειρίστρια του κτιρίου Β η πρώτη ενάγουσα και ήδη εναγομένη Μ.Μ.. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 12 του κανονισμού η τελευταία έχει εντολή και πληρεξουσιότητα να παρίσταται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ως πληρεξούσια του συνόλου των  εκάστοτε ιδιοκτητών των οριζοντίων ιδιοκτησιών του κτιρίου Β για υποθέσεις σχετικά με τη διοίκηση και διαχείριση του ανωτέρω κτιρίου, στα πλαίσια δε αυτά της ανωτέρω εντολής και πληρεξουσιότητας άσκησε την υπό κρίση πρώτη αγωγή στις 28-5-2019 και νομίμως παρίσταται αυτή για την υπό κρίση διαφορά ως διαχειρίστρια και εκπρόσωπος της ένωσης των συνιδιοκτητών του κτιρίου Β. Εν συνεχεία, στις 14-3-2019 η Γενική Συνέλευση των συνιδιοκτητών του ιδίου ως άνω συγκροτήματος αποφάσισε δια της ήδη προσβαλλομένης ως άκυρης απόφασής της να επανεκλέξει τον ανωτέρω διαχειριστή ως διαχειριστή του όλου συγκροτήματος. Μετά από την ανωτέρω απόφαση ακολούθησε η αποστολή της από 9-4-2019 εξώδικης δήλωσης των συνιδιοκτητών του κτιρίου Β Χ.Β., Ν.Δ., Ι. Π., Ι.Τ., Μ. Π., Α. Τ. , Α. Π. και Χ. Μ. προς τον Σ. Τ. δια της οποίας τον καλούσαν, μεταξύ άλλων, να αποδώσει στην ανωτέρω εκλεγμένη διαχειρίστρια του κτιρίου Β την αναλογία επί του αποθεματικού  ύψους 8.498,87 ευρώ που αφορά στο κτίριο αυτό και είχε δημιουργηθεί από τις εισφορές των συνιδιοκτητών αυτού του κτιρίου. Ο ανωτέρω εναγόμενος απαντώντας στην ανωτέρω εξώδικη πρόσκληση αποδέχθηκε ότι το ανωτέρω ποσό πράγματι αποτελεί αποθεματικό το οποίο είχε διαμορφωθεί τότε κατά την άσκηση των ως άνω διαχειριστικών του καθηκόντων, πλην όμως ισχυρίστηκε δια της από 6-5-2019 εξώδικης δήλωσής του ότι αυτό αφορούσε μόνο τη διαχείριση του ακαλύπτου χώρου του κήπου του ανωτέρω συγκροτήματος και ότι συνεπώς αποκλειστικός διαχειριστής του ποσού αυτού είναι ο ίδιος, αρνούμενος να αποδώσει οποιοδήποτε ποσό στην ανωτέρω διαχειρίστρια του κτιρίου Β. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι .: α) είχε αποφασισθεί από την ανωτέρω κοινή Γενική Συνέλευση των συνιδιοκτητών όλου του συγκροτήματος η δημιουργία ειδικού αποθεματικού προς κάλυψη των αναγκών του κήπου και β) υπήρχε στην κατοχή του ανωτέρω εναγομένου κατά την άσκηση της τότε εκ μέρους του διαχείρισης άλλο ξεχωριστό χρηματικό ποσό, εκ του οποίου αυτός κατέβαλε κατά τα ανωτέρω οριζόμενα εκ του κανονισμού τις λοιπές κοινόχρηστες δαπάνες. Οι εναγόμενοι της πρώτης κρινόμενης αγωγής δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν κανένα παραστατικό ή βιβλίο ή οποιοδήποτε έγγραφο που να τηρούσε ο ίδιος ο ανωτέρω διαχειριστής εκ του οποίου να αποδεικνύεται ότι είχε καταχωρηθεί το ανωτέρω ποσό αυτό ως ειδικό αποθεματικό διαχείρισης ή ότι είχε δημιουργηθεί ξεχωριστό ποσό ως αποθεματικό για τις ανάγκες του κήπου από συγκεκριμένες εισφορές των συνιδιοκτητών εκάστου κτιρίου. Η δημιουργία τέτοιου αποθεματικού ειδικού σκοπού με συγκεκριμένη αναφορά του χρόνου και του τρόπου κατά τον οποίο αυτό φέρεται να σχηματίστηκε από εισφορές όλων των συνιδιοκτητών δεν αναφέρεται στην ανωτέρω εξώδικη απάντηση του ως άνω εναγομένου της πρώτης κρινόμενης αγωγής, ούτε και συνάγεται από τα προσκομιζόμενα πρακτικά των από 14-3-2019 και 24-7-2019 Γενικών Συνελεύσεων. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω ποσό αφορούσε το σύνολο του υπάρχοντος τότε αποθεματικού και των δύο ως άνω κτιρίων, το οποίο ήταν υπόλοιπο μεγαλύτερου χρηματικού ποσού, το οποίο είχε δημιουργηθεί ως ενιαίο αποθεματικό εκ του οποίου ο ανωτέρω εναγόμενος – διαχειριστής κατέβαλε τις εκάστοτε δαπάνες και των  δύο κτιρίων, αφού δεν υπήρχε έως τότε ξεχωριστή διαχείριση και συνεπώς δεν γινόταν κανένας διαχωρισμός μεταξύ δαπανών που αφορούσαν κάθε κτίριο χωριστά και κοινών δαπανών του κήπου, όπως προβλέπει ο ανωτέρω ισχύον κανονισμός για όλο το ως άνω κτιριακό συγκρότημα. Τα ανωτέρω ενισχύονται από την σαφή προς τούτο ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης και δεν αναιρούνται από την προσκομιζόμενη από 21-10-2019 έγγραφη  βεβαίωση της Γ. Π., η οποία δεν κρίνεται πειστική ως προς το περιεχόμενό της, διότι αν και η ανωτέρω υπογράφουσα εμφανίζεται ως υπάλληλος της εταιρίας με την επωνυμία «Ε.-ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΠΟΥΚΑΤΟΙΚΙΩΝ Ι.Κ.Ε.» να βεβαιώνει ότι το χρηματικό ποσό που παρέλαβε ως αποθεματικό ο Σ.Τ.  κατά την εκλογή του ως διαχειριστής σχηματίστηκε για έξοδα συντήρησης του κοινού κήπου του ανωτέρω συγκροτήματος, δεν αναφέρει : α) για ποια διαχειριστική περίοδο πρόκειται, δεδομένου ότι ο ανωτέρω εναγόμενος σύμφωνα με το από 15-9-2017 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης ανέλαβε τη διαχείριση των δύο πολυκατοικιών από την Ι.Π. και όχι από τον Ι.Τ. τον οποίο επικαλείται στην ανωτέρω βεβαίωσή της και β) δεν αναφέρει ούτε πότε έλαβε χώρα η ανωτέρω επικαλούμενη από αυτήν παράδοση αποθεματικού, ούτε και το ποσό που φέρεται  ότι  παρέλαβε ως αποθεματικό ο Σ. Τ..  Εξάλλου, κρίσιμο  για την προκείμενη  διαφορά  δεν είναι αν στις 15-9-2017  ο Σ.Τ. παρέλαβε κατά την ανάληψη των διαχειριστικών του καθηκόντων ξεχωριστό χρηματικό ποσό ως αποθεματικό, αλλά αν κατά την από 21-2-2019 εκλογή της πρώτης ενάγουσας ως διαχειρίστριας του κτιρίου Β υπήρχε τέτοιου είδους αποθεματικό, ξεχωριστό από αυτό το οποίο χρησιμοποιούσε ο ανωτέρω εναγόμενος για την κάλυψη των λοιπών, πλην του κήπου, κοινόχρηστών αναγκών του συγκροτήματος, γεγονός το οποίο δεν αποδείχθηκε. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο από 16-9-2019 πίνακας δαπανών που προσκομίζουν οι εναγόμενοι δεν αποδεικνύει ότι τα ποσά που αναφέρονται σε αυτόν ως δαπάνες κήπου εκταμιεύθηκαν από ξεχωριστό αποθεματικό που τηρούσε για το σκοπό αυτό ο ανωτέρω εναγόμενος κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του έτους 2017 έως τον Αύγουστο του έτους 2019. Περαιτέρω, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω οι αποφάσεις επί των θεμάτων που αφορούν στα θέματα του κοινόχρηστου κήπου του  ανωτέρω κτιριακού συγκροτήματος λαμβάνονται με την προαναφερόμενη ειδική εξαιρετική πλειοψηφία που ορίζει ο ανωτέρω κανονισμός στα άρθρα 8 παρ. 8 και 9. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω πλειοψηφία υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και είναι αντίθετη με τα χρηστά ήθη και ειδικότερα ότι συνιστά υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας των εναγόντων – συνιδιοκτητών να συναποφασίζουν επί των ανωτέρω κοινών θεμάτων του συγκροτήματος. Η εν λόγω ρύθμιση, δια της οποίας οι εν λόγω αποφάσεις λαμβάνονται με πλειοψηφία 510 ψήφων επί συνόλου χιλίων, είναι ανάλογη για κάθε οριζόντια ιδιοκτησία προς την αναλογία αυτής που αναφέρεται στην οικεία στήλη του ως προαναφερόμενου πίνακα με την ένδειξη «δαπάνες κήπου». Κρίσιμο χρονικό σημείο της διαπίστωσης περί ύπαρξης ή μη υπέρμετρης δέσμευσης της ελευθερίας συναπόφασης των εναγόντων ως συνδιοκτητών επί των θεμάτων του κοινόχρηστου κήπου είναι ο χρόνος κατά τον οποίο έκαστος εξ αυτών υπεισήλθε στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματα του κανονισμού και όχι ο μεταγενέστερος χρόνος κατά τον οποίο άρχισαν κατά τα ανωτέρω οι προστριβές και οι διαφωνίες τους με τον ως εναγόμενο – διαχειριστή του κτιρίου Α. Όλοι οι ενάγοντες –  συνιδιοκτήτες είχαν πλήρη γνώση της ανωτέρω κανονισπκής ρύθμισης κατά την απόκτηση των ανωτέρω εμπραγμάτων δικαιωμάτων τους επι των οριζοντίων ως άνω ιδιοκτησιών του κτιρίου Β, ειδικότερα δε γνώριζαν ότι η πρώτη εναγόμενη ως αποκλειστική κυρία όλων των οριζοντίων ιδιοκτησιών του κτιρίου Β είχε την πλειοψηφία των ψήφων, γεγονός το οποίο αποδέχθηκαν μαζί με το σύνολο των ρυθμίσεων  του ως άνω κανονισμού, χωρίς η ανωτέρω βούλησή τους κατά την κατάρτιση των ως άνω αναφερομένων για έκαστο εξ αυτών συμβολαίων να ληφθεί κατόπιν οποιουδήποτε είδους καταναγκασμού. Η δικαιοπρακτική τους ελευθερία δεν αποδείχθηκε ότι δεσμεύθηκε κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο είτε ως μορφή εκδήλωσης της γνώμης τους, είτε κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής τους βούλησης. Εξάλλου, σκοπός της ανωτέρω καθορισθείσας πλειοψηφίας κατά την κατάρτιση του κανονισμού δεν ήταν να απολέσουν οι εκάστοτε συνιδιοκτήτες του κτιρίου Β τη δυνατότητα συμμετοχής τους στη λήψη των αποφάσεων που αφορούσαν στον κήπο του ανωτέρω συγκροτήματος, αλλά να διατηρήσουν οι ανωτέρω αρχικοί ως άνω συμβληθέντες – οικοπεδούχοι τη δυνατότητα να ρυθμίζουν αυτοί σε αντίθεση με την εργολήπτρια εταιρία τη διαμόρφωση και συντήρηση του κοινόχρηστου κήπου. Από την κατάρτιση του ανωτέρω κανονισμού στις 8-12-1977 έως και τουλάχιστον την 15η-9-2017, οπότε και ανέλαβε τα καθήκοντα διαχείρισης όλου του συγκροτήματος ο Σ. Τ. ουδέποτε οι ενάγοντες ή οι δικαιοπάροχοί τους είχαν ζητήσει την ακυρότητα του εν λόγω όρου. Αντιθέτως, συναποφάσιζαν από κοινού με την εναγομένη για τα εν λόγω θέματα. Συνεπώς, η ανωτέρω ορισθείσα και συμφωνηθείσα εξαιρετική πλειοψηφία δεν αναιρεί, ούτε αποκλείει το δικαίωμα των συνιδιοκτητών του κτιρίου Β να συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων επί των θεμάτων του κήπου και δεν δεσμεύει υπερβολικά το δικαίωμα τους να συναποφασίζουν για τα θέματα του κήπου. Εξάλλου, ο συσχετισμός των ψήφων που επικρατούν κάθε φορά σε κάθε οροφοκτησία για το σχηματισμό ή μη της απαιτούμενης κατά τον κανονισμό πλειοψηφίας, δεν δύναται από μόνος του να καταστήσει άκυρους όρους του κανονισμού που προβλέπουν ειδικές πλειοψηφίες για τη λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων ως αντίθετων με τα χρηστά ήθη. Η ανωτέρω προβλεπόμενη διαδικασία λήψης αποφάσεων εκ μέρους της ενιαίας Γενικής Συνέλευσης επί των θεμάτων του κοινού κήπου δεν αποδείχθηκε ότι μετέπεσε σε υπέρμετρη και συνακόλουθα μη ανεκτή από τα χρηστά ήθη δέσμευση της ελευθερίας των εναγόντων – συνιδιοκτητών απονεκρώνοντας την αυτονομία της  ιδιωτικής τους βούλησης σε τέτοιο σημείο, ώστε να καθίσταται αυτή ανύπαρκτη για την εκ μέρους τους λήψη των ανωτέρω αποφάσεων. Ως εκ τούτο το σχετικό αίτημα των εναγόντων περί κήρυξης των όρων των άρθρων 8 παρ. 8 και 9  του κανονισμού ως άκυρων κατά τις διατάξεις των άρθρων 178, 179 περ. α 180 και 281 ΑΚ πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού η ανωτέρω εξαιρετική πλειοψηφία αφορά στα θέματα που αφορούν στον ακάλυπτο χώρο του κήπου και στον τυχόν κοινό θυρωρό των δύο κτιρίων και όχι σε όλα τα θέματα που αφορούν στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 8 του κανονισμού κοινή διαχείριση προβλέπεται όχι μόνο στα περιοριστικώς αναφερόμενα στο άρθρο 9 του κανονισμού ως άνω θέματα, αλλά σε όλα «τα του ακαλύπτου χώρου του οικοπέδου» θέματα. Ωστόσο, για την κοινή διαχείριση των υπολοίπων θεμάτων του ακαλύπτου χώρου δεν προβλέπεται η λήψη αποφάσεων με την ανωτέρω εξαιρετική πλειοψηφία, αλλά με την συνήθη πλειοψηφία των παρόντων ψήφων, όπως ορίζει  το άρθρο 8 παρ. 5 του κανονισμού. Τα ανωτέρω προκύπτουν ευθέως εκ της γραμματικής ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 8 εδ. γ σε συνδυασμό με το ανωτέρω άρθρο 9 του κανονισμού. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη κοινή διαχείριση αμφοτέρων των κτιρίων υπάρχει στα του ακαλύπτου χώρου του οικοπέδου θέματα, ο οποίος είναι κοινός για αμφότερα- τα κτίρια, ορίζεται δε ειδικώς ότι τα θέματα του κήπου θα καθορίζονται με την πλειοψηφία των 510 ψήφων του όλου αριθμού των ψήφων αμφοτέρων των κτιρίων, ρύθμιση, η οποία επαναλαμβάνεται αυτοτελώς στο άρθρο 9 του κανονισμού. Ο ίδιος ο κανονισμός, συνεπώς, προβλέπει εξ αντιδιαστολής και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8  παρ. 5 αυτού, ότι εξαιρούνται της ανωτέρω εξαιρετικής πλειοψηφίας όσα θέματα συνδέονται με τον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και δεν αφορούν στον κήπο αυτού ή στον κοινό θυρωρό που δύναται να οριστεί. Ως κήπος νοείται ειδικότερα το ακάλυπτο μέρος του όλου οικοπέδου, το οποίο συνέχεται με  την επιφάνεια του εδάφους, ανήκει στην αναγκαστική συγκυριότητα όλων των συνιδιοκτητών και προορίζεται εκ της φύσεώς του να χρησιμοποιηθεί ως χώρος φύτευσης, καλλιέργειας και περιποίησης καλλωπιστικών φυτών και δέντρων συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός υγιούς και καλαίσθητου περιβάλλοντος χώρου του όλου κτιριακού συγκροτήματος. Ο κήπος συνίσταται από εδαφικά τμήματα, τα οποία είτε διαθέτουν χλοοτάπητα, είτε έχουν χώμα, στη διαμόρφωση των οποίων προβαίνει ο κηπουρός, ο οποίος επιμελείται τη συνεχή συντήρηση αυτών. Με την με αριθμ. πρωτ. 14149/3-9-1993 άδεια εκτέλεσης έργου του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής χορηγήθηκε στους κατοίκους της οδού Π. αριθμ. 3 – 5 άδεια να προβούν σε ανόρυξη γεώτρησης και άντλησης νερού που ανήκει στο υδατικό διαμέρισμα Κ.Α. 06 Αττικής και στην υπό στοιχεία Κ.Α. 62 λεκάνη απορροής υπό τον βασικό όρο ότι το νερό της γεώτρησης θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για την άρδευση των καλλωπιστικών φυτών υπό τους διαλαμβανόμενους στην ανωτέρω άδεια ειδικότερους όρους χρήσης της γεώτρησης. Κατόπιν των ανωτέρω διενεργήθηκε στον ακάλυπτο χώρο του ακινήτου του ανωτέρω κτιριακού συγκροτήματος γεώτρηση εκ της οποίας το αντλούμενο νερό χρησιμοποιείται από τους συνιδιοκτήτες όλων των οριζοντίων ιδιοκτησιών για το πότισμα του κοινόχρηστου κήπου, ταυτόχρονα δε μέρος της αντλούμενης ποσότητας ύδατος χρησιμοποιείται και από τους ιδιοκτήτες όμορου ακινήτου, προς τούτο δε έχουν εγκατασταθεί στα δύο ακίνητα δύο ξεχωριστοί υδρομετρητές. Για το λόγο αυτό εκδόθηκε η με αριθμ. πρωτ. οικ.1766/23-8-2011 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής περί «Ανανέωσης της άδειας χρήσης νερού υδροληψίας (γεώτρησης) υδρευτικής χρήσεως (άρδευση πρασίνου) στους Ι. Π. και Ι.Φ. (ως διαχειριστές) στις πολυκατοικίες στην οδό Π. 3 & 5 του Δήμου Φιλοθέης – Ψυχικού (πρώην Δήμου Ψυχικού), της Περιφέρειας Αττικής». Η απόφαση αυτή εν συνεχεία τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 19263Π27/4-3-2019 απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής του Τμήματος Ανάπτυξης & Διμερών Σχέσεων της  Διεύθυνσης Υδάτων της Γενικής Διεύθυνσης Χωροταξικής & Περιβαλλοντικής Πολιτικής και καθορίστηκαν οι αρδευόμενες εκτάσεις και η χρησιμοποιούμενη ποσότητα νερού για κάθε ακίνητο. Έτσι, με την ανωτέρω απόφαση ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι δια της αντλήσεως ύδατος εκ της ανωτέρω γεώτρησης θα αρδεύεται : α) στο ακίνητο του ανωτέρω κτιριακού συγκροτήματος της οδού Π., επιφάνεια εδάφους 3.322,38 τ.μ. με καλλωπιστικά φυτά και χλοοτάπητα και β) στο ακίνητο του κτιριακού συγκροτήματος της οδού Π., επιφάνεια εδάφους 840,79 τ.μ. με καλλωπιστικά φυτά και χλοοτάπητα. Συνεπώς, η ανωτέρω γεώτρηση συνδέεται αιτιωδώς  ως προς  τον προορισμό  και τη χρήση  της με τον ανωτέρω  κήπο  του κτιριακού συγκροτήματος και επομένως κατά τούτο κάθε θέμα που αφορά την άρδευση του εν λόγω  κήπου εκ της εν λόγω  γεώτρησης,  καθώς  και κάθε  θέμα  που αφορά στην εγκατάσταση, λειτουργία και συντήρηση της εν λόγω γεώτρησης πρέπει να λαμβάνεται με την πλειοψηφία που ορίζεται στο άρθρο 9 του κανονισμού, απορριπτομένου κατά το μέρος αυτό του ανωτέρω επικουρικού προβαλλόμενου αιτήματος των εναγόντων ως κατ’ ουσίαν αβασίμου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες χρησιμοποιούν ως τμήματα των ανωτέρω ισογείων διαμερισμάτων τους συγκεκριμένα εδαφικά τμήματα του ακαλύπτου κοινόκτητου  χώρου, τα   οποία περιγράφονται κατωτέρω και εμφαίνονται επακριβώς κατά τη θέση και τις διαστάσεις τους στην από Σεπτεμβρίου 1979 κάτοψη ισογείου ορόφου του πολιτικού μηχανικού Νικόλαου Μιχελή, η οποία προσαρτήθηκε στο ως άνω υπ’ αριθμ. 70.752/21- 9-1979 συμβόλαιο αγοραπωλησίας, δυνάμει του οποίου ο δεύτερος των εναγόντων της πρώτης υπό κρίση αγωγής αγόρασε την ανωτέρω ιδιοκτησία του από τους ανωτέρω πωλητές. Η ανωτέρω κάτοψη του ισογείου ενσωματώνεται σε αμφότερες τις κρινόμενες αγωγές, τα δε επίδικα εδαφικά τμήματα αναφέρονται κατωτέρω  υπό στοιχεία «Α», «Β», «Γ», «Δ», «Ε»,  «Ζ», «Η», «Θ», «Ι» και «ΣΤ». Τα εν λόγω τμήματα κατασκευάστηκαν εξ αρχής από την ανωτέρω εργολήπτρια εταιρία μαζί με όλο το κτίριο Β, χωρίς έκτοτε να επέλθει καμία οικοδομική αλλαγή, παρέμβαση ή αλλοίωση επί αυτών, ο δε ανωτέρω πολιτικός μηχανικός ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εργολήπτριας εταιρίας. Ειδικότερα : 1) ο Ν. Δ. χρησιμοποιεί για τις ανάγκες Ίου υπό στοιχεία ΙΒ-1 διαμερίσματός του : α) ορθογώνιο τμήμα νοτιοανατολικά του οικοπέδου, έμπροσθεν της μπαλκονόπορτας της τραπεζαρίας (λίβινγκ ροuμ), συνολικής επιφάνειας 26,70 τ.μ. με πλευρές μήκους 8,90 μ. και πλάτους 3 μ. (τμήμα «Α»), β) ορθογώνιο τμήμα ανατολικά του οικοπέδου, έμπροσθεν της μπαλκονόπορτας της κουζίνας, συνολικής επιφάνειας  11,10 τ.μ. με πλευρές  μήκους 7,40 μ. και πλάτους  1,50 μ. (τμήμα «Β») και γ) ορθογώνιο τμήμα βορειοδυτικά του οικοπέδου, έμπροσθεν της μπαλκονόπορτας καθενός από τα δύο εφαπτόμενα πίσω δωμάτια, συνολικής επιφάνειας  12,46 τ.μ. με πλευρές μήκους  8,90 μ. και πλάτους  1,40 μ. (τμήμα «Γ»), 2) ο Μ.Π,  χρησιμοποιεί για τις ανάγκες του υπό στοιχεία ΙΒ-2 διαμερίσματός του : α) ορθογώνιο τμήμα νοτιοανατολικά του οικοπέδου, έμπροσθεν της μπαλκονόπορτας της τραπεζαρίας (λίβινγκ ρουμ) και του δωματίου που εφάπτεται του προηγούμενου χώρου, συνολικής επιφάνειας 26,70 τ.μ. με πλευρές μήκους 8,90 μ. και πλάτους 3 μ. (τμήμα «Ι») και β) ορθογώνιο τμήμα βορειοανατολικά του οικοπέδου, έμπροσθεν της μπαλκονόπορτας της κουζίνας και του δωματίου που εφάπτεται σε αυτήν,. συνολικής επιφάνειας 15,00 τ.μ. με πλευρές μήκους 12,50 μ.  και πλάτους 1,20 μ. (τμήμα «Δ»), 3) ο Ι. Τ. χρησιμοποιεί για τις ανάγκες του υπό στοιχεία 18-3 διαμερίσματός του : α) ορθογώνιο τμήμα νοτιοανατολικά του οικοπέδου, έμπροσθεν της μπαλκονόπορτας της τραπεζαρίας (λίβινγκ ρουμ) και του δωματίου που εφάπτεται του προηγούμενου χώρου, συνολικής επιφάνειας  27,00  τ.μ. με πλευρές  μήκους  9,00 μ. και πλάτους 3 μ. (τμήμα «Θ») και β) ορθογώνιο τμήμα βορειοανατολικά του οικοπέδου, έμπροσθεν της μπαλκονόπορτας της κουζίνας και του δωματίου που εφάπτεται σε αυτήν, συνολικής επιφάνειας 15,00 τ.μ. με πλευρές μήκους 12,50 μ.  και πλάτους 1,20 μ. (τμήμα «Ε») και 4) η Αγγελική Παπάζογλου χρησιμοποιεί για τις ανάγκες του υπό στοιχεία 18-4 διαμερίσματός της : α) ορθογώνιο τμήμα νοτιοανατολικά του οικοπέδου προς την οδό Παράσχου, έμπροσθεν της μπαλκονόπορτας της τραπεζαρίας (λίβινγκ ρουμ), συνολικής  επιφάνειας 26,70 τ.μ. με πλευρές μήκους 8,90 μ. και πλάτους 3 μ. (τμήμα «Η»), β) ορθογώνιο τμήμα δυτικά του οικοπέδου, έμπροσθεν της μπαλκονόπορτας του μεγάλου δωματίου με μπάνιο, συνολικής επιφάνειας 11,17 τ.μ. με πλευρές μήκους 7,45 μ. και πλάτους 1,50 μ. (τμήμα «Ζ») και γ) ορθογώνιο τμήμα βορειοανατολικά του οικοπέδου, έμπροσθεν της μπαλκονόπορτας της κουζίνας και εφαπτόμενο στο ανωτέρω τμήμα «Ε» του υπό στοιχεία 18-3 διαμερίσματος, συνολικής επιφάνειας 2,10 τ.μ. με πλευρές μήκους 2,10 μ. και πλάτους 1,00 μ. (τμήμα «ΣΤ»). Τα ανωτέρω εδαφικά τμήματα αποτυπώνονται και στην από Οκτωβρίου 1977 κάτοψη ισογείου του κτιρίου Β του ανωτέρω πολιτικού μηχανικού, η οποία προσαρτήθηκε στην ανωτέρω υπ’ αριθμ. 14678/8-12-1977 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού του ως άνω συγκροτήματος πολυκατοικιών. Στην ίδια πράξη προσαρτήθηκε και το από 26 Νοεμβρίου 1977 τοπογραφικό διάγραμμα του ιδίου ως άνω μηχανικού, στο οποίο αποτυπώνεται το οικόπεδο, επί του οποίου βρίσκονται τα  ανωτέρω  δύο  κτίρια,  με τα στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΚ. Στην ανωτέρω  πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας δεν περιγράφονται οι ανωτέρω επίδικοι χώροι, ούτε χαρακτηρίζονται ως χώροι αποκλειστικής χρήσης, αλλά αντιθέτως γίνεται περιγραφή μόνο των εσωτερικών χώρων των οριζοντίων ως άνω ιδιοκτησιών, το σύνολο δε του ακαλύπτου χώρου περιγράφεται γενικά ως πρασιά ή κήπος του ακινήτου. Ο ανωτέρω αόριστος προσδιορισμός της έκτασης και του είδους του ακαλύπτου χώρου δεν ήταν τυχαίος, διότι ο ακάλυπτος χώρος του ανωτέρω ακινήτου δεν είχε διαμορφωθεί κατά το χρόνο σύνταξης της ανωτέρω σύστασης και κατάρτισης του ανωτέρω κανονισμού, η δε διαμόρφωση αυτού ολοκληρώθηκε κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1980-1981. Ειδικότερα, κατά την εν γένει διαμόρφωση του περιβάλλοντος ακαλύπτου χώρου γύρω από  το κτίριο Β του ανωτέρω κτιριακού συγκροτήματος κατασκευάστηκαν μεταξύ άλλων δύο κεντρικές κλίμακες εισόδου προς τις ανωτέρω τέσσερις ισόγειες οριζόντιες ιδιοκτησίες των εναγόντων-συνιδιοκτητών της πρώτης υπό κρίση αγωγής, πεζούλια και τοιχία στήριξης του εδάφους, δια των οποίων καθορίστηκαν οι χώροι του κήπου και της πρασιάς του ακαλύπτου χώρου, βοηθητικές κλίμακες επικοινωνίας μεταξύ των χώρων του ακαλύπτου χώρου και εδαφικές λωρίδες προσπέλασης των χώρων αυτών, προκειμένου οι συνιδιοκτήτες όλου του συγκροτήματος να έχουν πρόσβαση στους ανωτέρω κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του ακινήτου, ειδικότερα δε προκειμένου οι ένοικοι των οριζοντίων ιδιοκτησίων του κτιρίου Β να επικοινωνούν δια αυτών με τις κοινόχρηστες εισόδους του ως άνω κτιρίου. Οι ανωτέρω κατασκευές πραγματοποιήθηκαν από την ανωτέρω εργολήπτρια εταιρία και πλακοστρώθηκαν, ώστε να δύνανται οι ανωτέρω συνιδιοκτήτες και ένοικοι του κτιριακού συγκροτήματος να προβαίνουν στην σύμφωνη με τον προορισμό των ανωτέρω κοινοχρήστων πραγμάτων χρήση τους. Επίσης, κατά την κατασκευή του ακαλύπτου χώρου του ακινήτου αυτού κρίθηκε αναγκαία λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους και η μερική επίχωση μέρους αυτού για την προσαρμογή του κτιρίου στην επιφάνεια αυτού. Στα πλαίσια αυτά κατασκευάστηκαν το έτος 1981 και τα επίδικα ως άνω εδαφικά τμήματα, τα οποία αποτελούν μέρος του ακαλύπτου χώρου του όλου ακινήτου και τα οποία πλακοστρώθηκαν από την ίδια ως άνω εργολήπτρια εταιρία κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο πλακοστρώθηκαν και οι κοινόχρηστοι διάδρομοι – οδοί προσπέλασης σε όλο τον ακάλυπτο χώρο. Οι ανωτέρω επίδικοι χώροι είναι ανοικτοί, βρίσκονται μεταξύ της οικοδομικής και ρυμοτομικής γραμμής του ακινήτου και δεν δύναται να θεωρηθούν κατ’ άρθρο 953 ΑΚ ως συστατικά μέρη των ανωτέρω ισογείων οριζοντίων ιδιοκτησιών, ώστε να αποτελούν συνεχόμενα και αναπόσπαστα τμήματα αυτών, καθώς αν αποχωριστούν από κάθε ιδιοκτησία, έμπροσθεν της οποίας βρίσκονται, δεν καθίσταται ανέφικτη η χρησιμοποίησή της. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεν είναι δυνατό να συσταθεί διαιρεμένη ιδιοκτησία  επί ανοικτού χώρου, εκτός αν προβλέπεται στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, ή σε μεταγενέστερη συμφωνία όλων των οροφοκτητών, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, ότι ο χώρος αυτός πρόκειται να οικοδομηθεί, γεγονός το οποίο δεν αποδείχθηκε στην υπό κρίση περίπτωση. Ως εκ τούτου οι εν λόγω επίδικοι χώροι, εφόσον δεν δύνανται να αποτελέσουν διαιρεμένες ιδιοκτησίες, δεν είναι δεκτικοί και συστάσεως χωριστών εμπραγμάτων δικαιωμάτων. Τα ανωτέρω επίδικα εδαφικά μέρη του ακινήτου δεν ορίστηκαν με τον ανωτέρω συστατικό της εν λόγω οροφοκτησίας τίτλο ότι αποτελούν αντικείμενο αποκλειστικής κυριότητας των ιδιοκτητών των ανωτέρω τεσσάρων οριζοντίων ισογείων ιδιοκτησιών του κτιρίου Β και συνεπώς υπάγονται αυτοδικαίως κατ’ εφαρμογή των άρθρων 1001 εδ. α’, 1002 ΑΚ και 1 επ. του Ν. 3741/1929 στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους, με αποτέλεσμα να αποτελούν κοινόκτητα μέρη του ακινήτου και να θεωρούνται κοινόχρηστα μέρη αυτού. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι επί των συγκεκριμένων αυτών κοινοκτήτων μερών απώλεσαν οι λοιποί συνιδιοκτήτες τη δυνατότητα σύγχρησης αυτών. Συγκεκριμένα, επί των ανωτέρω τμημάτων του ακαλύπτου χώρου του ακινήτου δεν αποδείχθηκε ότι παραχωρήθηκε στους ενάγοντες δια της ανωτέρω πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, όπως αυτή εν συνεχεία τροποποιήθηκε ως άνω και ισχύει έως σήμερα, δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης στους ιδιοκτήτες των υπό στοιχεία 18-1, 18-2, 18-3 και 18-4 οριζοντίων ιδιοκτησιών, ούτε ότι υπήρξε μεταξύ αφενός  του δευτέρου, του τρίτου, του τέταρτου και της πέμπτης των εναγόντων της πρώτης κρινόμενης αγωγής και της εναγομένης Κ.Κ. ειδική ενοχική συμφωνία περί παραχώρησης δικαιώματος χρήσης των ανωτέρω χώρων αποκλειστικά σε αυτούς, συμφωνία άλλωστε που δεν επικαλούνται με την αγωγή τους οι ανωτέρω ενάγοντες. Ωστόσο, ο σκοπός για τον οποίο τα ανωτέρω εδαφικά τμήματα κατασκευάστηκαν και τέθηκαν στην κοινή χρήση, η λειτουργική τους χρησιμότητα, ο προορισμός τους, ο βαθμός εξυπηρέτησης των συνιδιοκτητών με την κοινή από αυτούς χρήση τους, η εν γένει φύση τους σε συνδυασμό με τις λειτουργικές χρησιμότητες του συγκεκριμένου κτιρίου Β, τη θέση τους εντός του ανωτέρω κτιριακού συγκροτήματος και των συνηθειών που επικρατούν μεταξύ των συνιδιοκτητών τόσο του κτιρίου Β, όσο και του κτιρίου Α προσδιορίζουν τόσο το περιεχόμενο όσο και την έκταση του δικαιώματος σύγχρησης επί αυτών, τόσο των ανωτέρω εναγόντων, ως συνιδιοκτητών και επικαρπωτών των ανωτέρω οριζοντίων ιδιοκτησιών, όσο και της εναγομένης. Αναλυτικότερα, κατά το έτος 1981 κατασκευάστηκαν τα ως άνω υπό στοιχεία Α, 1, Θ και Η εδαφικά τμήματα. εν γνώσει της πρώτης εναγομένης και αρχικώς οικοπεδούχου του ανωτέρω οικοπέδου επί του εδάφους του ακαλύπτου χώρου έμπροσθεν του κτιρίου Β ως προέκταση της πρασιάς και προς την πλευρά του χώρου της τραπεζαρίας των ανωτέρω οριζοντίων ιδιοκτησιών. Τα εν λόγω εδαφικά τμήματα δεν είναι περίκλειστα, αλλά αποτελούν τμήμα του ακαλύπτου χώρου, όπως αυτός περιγράφεται τόσο στην ανωτέρω πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, όσο και στα προαναφερόμενα συμβόλαια κτήσης των ανωτέρω τεσσάρων οριζοντίων ιδιοκτησιών υπό τις λέξεις «πρασιά» ή «κήπος». Πρόκειται για επιφάνειες μεγάλου εμβαδού, κατά τα ανωτέρω, οι οποίες εκ της κατασκευής τους πλακοστρώθηκαν με τον ίδιο τρόπο και με το ίδιο είδος πλάκας, όπως οι ανωτέρω κοινόχρηστες επιφάνειες του λοιπού ακαλύπτου χώρου (κλίμακες κυρίας εισόδου, βοηθητικές κλίμακες και οδοί προσπέλασης), με αποτέλεσμα αν και αποτελούν χωροταξικά φυσική προέκταση της πρασιάς, όπως αυτή διαμορφώθηκε, να αποσπαστούν κατά το λειτουργικό τους προορισμό από αυτήν, αφού πλέον δεν αποτελούν χώρο πρασίνου, χωρίς, ωστόσο να αποσυνδεθούν πλήρως από την εξυπηρέτηση του χώρου αυτού, κατά το μέρος που επιτάσσουν οι ανάγκες συντήρησης και περιποίησης της εφαπτόμενους στους χώρους αυτούς πρασιάς. Συνεπώς, όλοι  οι συνιδιοκτήτες έχουν δικαίωμα πρόσβασης στο χώρο αυτό προς άσκηση δικαιώματος σύγχρησης, το οποίο συνδέεται με τη φροντίδα του εφαπτόμενου με τα επίδικα ως άνω εδαφικά τμήματα χώρου πρασίνου (π.χ. πότισμα, φύτευση, κλάδεμα φυτών, καλλιέργεια και λίπανση εδάφους, κούρεμα χλοοτάπητα). Για το λόγο αυτό μεταξύ αυτών και του λοιπού ακαλύπτου χώρου (πρασιάς και κήπου) δεν έχει κατασκευασθεί οποιοδήποτε είδους χώρισμα, που να αποκόπτει τα τμήματα αυτά από τους ανωτέρω χώρους πρασίνου, τόσο προς διευκόλυνση της περιποίησης της εφαπτόμενης με τους ανωτέρω επίπεδους χώρους πρασιάς, όσο και για λόγους αισθητικής του κτιρίου. Οι ανωτέρω επίδικες ισόγειες επιφάνειες κατά τη μία πλευρά τους εφάπτονται με την εξωτερική πλευρά του τοίχου της τραπεζαρίας εκάστης οριζοντίου ιδιοκτησίας, στην οποία υπάρχει συρόμενη διπλή μπαλκονόπορτα διαστάσεων βεράντας, η οποία εξυπηρετεί τον ανωτέρω χώρο της τραπεζαρίας και τον εφαπτόμενο με αυτήν χώρο δωματίου (κοιτώνα) και έχει κατασκευαστεί εξ αρχής με τη σημερινή μορφή της, προκειμένου να διευκολύνει την πρόσβαση των ενοίκων των ανωτέρω ιδιοκτησιών προς τους συγκεκριμένους χώρους. Οι ανωτέρω πλακόστρωτες επιφάνειες είναι ανοικτές, δεν διαθέτουν αυτοτελές σκέπαστρο ή στέγη, ωστόσο καλύπτονται πλήρως σε όλης τους την επιφάνεια από την πλάκα των εξωστών  του πρώτου υπέρ του ισογείου ορόφου, οι οποίοι βρίσκονται ακριβώς άνωθεν των επιδίκων αυτών χώρων με συνέπεια αυτοί να είναι ουσιαστικά στεγασμένοι. Η παράλληλη προς την τοιχοποιία της τραπεζαρίας πλευρά των πλακοστρωμένων αυτών τμημάτων είναι καθ’ όλο το μήκος της ελεύθερη και εφάπτεται με το χώρο της πρασιάς, ενώ επί των πλαϊνών πλευρών υπάρχουν δοκοί στήριξης του φέροντος οργανισμού, οι επιφάνειες των οποίων επενδύθηκαν για λόγους αισθητικής του κτιρίου με το ίδιο είδος πλάκας. Εντούτοις, οι ανωτέρω δοκοί δεν καταλαμβάνουν το σύνολο  των ανωτέρω δύο πλαϊνών κάθετων πλευρών και δίνουν τη δυνατότητα προσπέλασης των επιδίκων χώρων και επικοινωνίας με την κοινόχρηστη κύρια είσοδο. Έτσι, τα εν λόγω εδαφικά τμήματα δεν εξυπηρετούν αποκλειστικώς την πρόσβαση των ενοίκων αυτών στο χώρο της πρασιάς και του κήπου του οικοπέδου, αποτελούν ωστόσο, σημείο εξόδου και εισόδου από και προς το χώρο της τραπεζαρίας και του εφαπτομένου με αυτήν δωματίου. Επίσης, η κύρια είσοδος των ανωτέρω οριζοντίων ιδιοκτησιών δεν συνδέεται με τα ανωτέρω επίδικα τμήματα. Συγκεκριμένα, μεταξύ των υπό στοιχεία 18-1 και 18-2 οριζοντίων ιδιοκτησιών (και των εδαφικών τμημάτων Α και Ι αντιστοίχως) υπάρχει κοινόχρηστη κλίμακα κυρίας εισόδου αμφοτέρων των ιδιοκτησιών αυτών, η οποία οδηγεί σε εσωτερικό διάδρομο αριστερά και δεξιά του οποίου βρίσκονται οι κύριες είσοδοι των ανωτέρω δύο οριζοντίων ιδιοκτησιών αντιστοίχως. Παράλληλα, οι ανωτέρω επίδικες επιφάνειες συνιστούν κατά το άρθρο 17 του ΓΟΚ (Ν. 1577/1985) ανοιχτούς εξώστες («βεράντες ισογείου»), οι οποίες αποτυπώνονται ευδιάκριτα στη συνημμένη στην ανωτέρω πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας από Οκτωβρίου 1977 κάτοψη του πολιτικού μηχανικού Ν. Μ. και βρίσκονται ειδικότερα στο επίπεδο των ισογείων ως άνω τεσσάρων οριζοντίων ιδιοκτησιών του κτιρίου Β και κατ’ επέκταση του δαπέδου τους, οι οποίες κατασκευάστηκαν μεν κατά τα ανωτέρω στα πλαίσια διαμόρφωσης του περιβάλλοντος ως άνω χώρου πρασίνου, τέθηκαν, ωστόσο, άμεσα με την κατασκευή τους στη σύγχρηση και εκάστου ενοίκου κάθε διαμερίσματος στο οποίο λειτουργικά ανήκουν, ως μικρός προαύλιος χώρος των ανωτέρω ισογείων οριζοντίων ιδιοκτησιών, προκειμένου να αποκτήσουν και οι ένοικοι των εν λόγω ιδιοκτησιών, πέραν της δυνατότητας κίνησης από και προς τους χώρους της τραπεζαρίας και του εφαπτόμενου με αυτήν δωματίου, τη δυνατότητα προσωρινής παραμονής στους χώρους αυτούς, με σκοπό απόλαυσης του κοινού ως άνω χώρου πρασίνου και ικανοποίησης των αναγκών αναψυχής αυτών, καθώς και φωτισμού και αερισμού των ανωτέρω ισογείων χώρων (τραπεζαρίας και δωματίου), κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που προκύπτει εκ της χρήσης των υπερκείμενων εξωτερικών (ανοικτών) εξωστών των οριζοντίων ιδιοκτησιών του πρώτου και δευτέρου ορόφου των κτιρίων Α και Β. Η πρόσβαση των ιδιοκτητών και ενοίκων εκάστης οριζόντιας ιδιοκτησίας σε ελεύθερο ανοικτό χώρο απορρέει εκ του δικαιώματος της προσωπικότητας αυτών, συνιστά έκφανση αυτού και συνδέεται αιτιωδώς με την κατασκευή της ως άνω μπαλκονόπορτας στους χώρους αυτούς. Για το λόγο αυτό ήδη με την κατασκευή των ανωτέρω πλακόστρωτων τμημάτων προβλέφθηκε ο φωτισμός των χώρων αυτών δια ηλεκτρολογικής εγκατάστασης εγκατεστημένης εντός των οριζοντίων ιδιοκτησιών που εξυπηρετούν, τοποθετήθηκαν χωνευτά φωτιστικά σποτάκια  κάτω από τη βεράντα  της υπερκείμενης ιδιοκτησίας του πρώτου  ορόφου,  τα  οποία  συνδέθηκαν ήδη  από  το  έτος  1981 με την ηλεκτρική εγκατάσταση του διαμερίσματος που εξυπηρετούν. Συνεπώς, οι εν λόγω χώροι ηλεκτροδοτούνται έκτοτε και μέχρι σήμερα εσωτερικά κατά τρόπο αυτόνομο από τις εν λόγω οριζόντιες ιδιοκτησίες με πρωτοβουλία των ενοίκων αυτών και ήδη ως άνω εναγόντων, οι δε αντίστοιχες δαπάνες κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος δεν επιβαρύνουν το σύνολο των συνιδιοκτητών κατ’ άρθρο 5 του ανωτέρω κανονισμού, όπως οι λοιπές δαπάνες φωτισμού του λοιπού  ακαλύπτου  χώρου  του  οικοπέδου,  αλλά  αποκλειστικά   τον ένοικο εκάστης ιδιοκτησίας που χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο χώρο. Παράλληλα, αν και η συντήρηση των ανωτέρω πλακόστρωτων χώρων έχει αφεθεί στην κοινή χρήση, η καθαριότητα επί αυτών έχει αφεθεί στους ανωτέρω ενάγοντες και ενοίκους κάθε οριζόντιας ιδιοκτησίας που έχουν το ανωτέρω δικαίωμα σύγχρησης επί αυτών. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προσδιορίζουν τον ανωτέρω σύνθετο προορισμό και διττή λειτουργική φύση των επιδίκων αυτών χώρων που έχουν τεθεί μεν προς κοινή χρήση, πλην όμως το δικαίωμα σύγχρησης επί αυτών εκ μέρους των εναγόντων και της εναγομένης προσδιορίζεται για αυτούς κατ’ έκταση και περιεχόμενο από τους προαναφερόμενους παράγοντες κατά τρόπο συγκεκριμένο και ανάλογο με το είδος, τη φύση και το λειτουργικό προορισμό αυτών (των χώρων), λαμβανομένης υπόψη της θέσης αυτών εντός του ακαλύπτου χώρου του ακινήτου και σε συνδυασμό με την ανωτέρω χρήση που εκ της κατασκευής τους προορίζονται να προσφέρουν σε κάθε διάδικο μέρος κατά τον ανωτέρω τρόπο που δεν ταυτίζεται πλήρως για έκαστο εξ αυτών. Το συγκεκριμένο ως άνω δικαίωμα σύγχρησης των χώρων αυτών εκ μέρους του δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτης των εναγομένων έχει έρεισμα τόσο στο άρθρο 1 παρ. 1 και 13, όσο και στο άρθρο 4 του κανονισμού, σύμφωνα με τα οποία κάθε ιδιοκτήτης διαμερίσματος έχει επί των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων τα δικαιώματα που προσιδιάζουν στο συγκύριο διηρημένης οριζοντίου ιδιοκτησίας και είναι ανάλογα με τη φύση και των προορισμό των χώρων αυτών για την οροφοκτησία και την κοινή χρήση. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι έχει καταλάβει : α) ο δεύτερος ενάγων τα ως άνω υπό στοιχεία Β και Γ τμήματα γύρωθεν της υπό στοιχεία ΙΒ-1 οριζοντίου ιδιοκτησίας του, β) ο τρίτος ενάγων το ως άνω υπό στοιχεία Δ εδαφικό τμήμα που βρίσκεται στον ακάλυπτο χώρο της πίσω πλευράς της υπό στοιχεία ΙΒ-2 οριζοντίου ιδιοκτησίας του, γ) ο τέταρτος ενάγων τα υπό στοιχεία Ε και ΣΤ εδαφικά τμήματα που βρίσκονται στον ακάλυπτο χώρο της πίσω πλευράς της υπό στοιχεία ΙΒ-3 οριζοντίου ιδιοκτησίας και δ) η πέμπτη των εναγόντων το υπό στοιχεία Ζ εδαφικό τμήμα που βρίσκεται στον ακάλυπτο χώρο της πλαϊνής πλευράς της υπό στοιχεία ΙΒ-4 οριζοντίου ιδιοκτησίας. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι οι ως άνω ενάγοντες έχουν προβεί καθ’ υπέρβαση του δικαιώματος σύγχρησης που έχουν επί των τμημάτων αυτών – εκ των οποίων αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω υπό στοιχείο Β τμήμα αποτελεί οδό προσπέλασης από τον ακάλυπτο χώρο έμπροσθεν της υπό στοιχεία ΙΒ-1 οριζοντίου ιδιοκτησίας προς το ανωτέρω τμήμα Γ και τον εφαπτόμενο  με αυτήν χώρο πρασιάς – σε συγκεκριμένες πράξεις και ενέργειες που είτε εμποδίζουν ή δυσχεραίνουν υπερμέτρως την εναγόμενη και τους λοιπούς συνιδιοκτήτες από την άσκηση του δικαιώματος σύγχρησης επί αυτών, είτε μετέβαλαν τον συνήθη προορισμό αυτών. Εξάλλου, οι ενάγοντες της δεύτερης κρινόμενης αγωγής δεν προσδιορίζουν ούτε εξειδικεύουν στην αγωγή  τους τον τρόπο δια του οποίου έκαστος των δευτέρου, τρίτου, τετάρτου  και πέμπτης των εναγομένων φέρεται ότι κατέλαβε τους ανωτέρω επιδίκους χώρους, αποκλείοντας την ενάγουσα – συνιδιοκτήτρια Κ.Κ. από την άσκηση του δικαιώματος σύγχρησης επί των χώρων αυτών. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι τόσο οι ανωτέρω ενάγοντες ως ιδιοκτήτες και επικαρπωτές των ανωτέρω τεσσάρων ισογείων οριζοντίων ιδιοκτησιών, όσο και όλοι οι δικαιοπάροχοι τους που κατοικούσαν επί των ιδιοκτησιών αυτών προέβαιναν ήδη από την ανωτέρω κατασκευή των υπό στοιχεία Α, Ι, Θ και Η εδαφικών τμημάτων σε αποκλειστική χρήση αυτών, την οποία ασκούν μέχρι και σήμερα, τοποθετώντας επί αυτών μόνιμα είτε γλάστρες με φυτά περιμετρικά των τριών ακαλύπτων πλευρών των τμημάτων αυτών, είτε καφασωτά στην πλευρά επικοινωνίας των χώρων αυτών με τη κοινόχρηστη κλίμακα κυρίας εισόδου, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν όχι μόνο για αναρρίχηση φυτών  αλλά και για αποκλεισμό πρόσβασης οποιουδήποτε στο χώρο αυτό, είτε τοποθετώντας αντικείμενα, όπως αποθηκευτικά ντουλάπια, επί των χώρων αυτών με αποτέλεσμα να παρακωλύουν και να δυσχεραίνουν την δυνατότητα άσκησης εκ μέρους της εναγομέvης του ως άνω συγκεκριμένου δικαιώματος σύγχρησης που έχει επί των χώρων αυτών, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 10παρ. 1-4 του ως άνω κανονισμού. Ειδικότερα, αν και έκαστος των δευτέρου, τρίτου, τέταρτης και πέμπτης των εναγομένων της δεύτερης ως άνω κρινόμενης αγωγής έχει δικαίωμα στα πλαίσια του ως άνω περιγραφόμενου δικαιώματος του περί σύγχρησης των ανωτέρω τμημάτων να τοποθετεί προσωρινά, ήτοι για όσο χρόνο ασκεί το εν λόγω δικαίωμα σύγχρησης, επί των υπό στοιχεία Α, 1, Θ και Η επιδίκων χώρων αντιστοίχως τραπέζι και καθίσματα βεράντας, έκαστος εξ αυτών έχει τοποθετήσει τα εν λόγω αντικείμενα μόνιμα στον χώρο αυτό, καταλαμβάνοντας πολλές φορές και σε συνδυασμό με την ανωτέρω περιμετρική τοποθέτηση γλαστρών σχεδόν ολόκληρη την επιφάνεια των χώρων αυτών. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα Κ.Κ. γνώριζε πλήρως τις ανωτέρω ενέργειες των εναγομένων, καθώς η ίδια διαμένει στο ανωτέρω κτιριακό συγκρότημα ήδη από το έτος 1981, έκτοτε δε και έως την άσκηση της δεύτερης κρινόμενης αγωγής (1981-2019) είχε άμεση πρόσβαση σε όλους τους χώρους του κήπου και της πρασιάς και τουλάχιστον άμεση οπτική επαφή με τα ανωτέρω επίδικα εδαφικά τμήματα, τα οποία λόγω της ως άνω ισόγειας θέσης τους και επαφής τους με τους χώρους πρασίνου του οικοπέδου είναι πλήρως ευδιάκριτα από όλους τους συνιδιοκτήτες και των δύο κτιρίων, χωρίς να απαιτείται να εισέλθει κάποιος σε αυτούς, αλλά ούτε και εντός  της  εισόδου  των  κτιρίων.  Η  ανωτέρω  εναγόμενη  είχε  προσωπική επικοινωνία   και   γνώριζε  τόσο    τους    εναγομένους, όσο και τους δικαιοπαρόχους αυτών, καθ’ όλο το χρόνο που ασκούσαν αυτοί συνεχώς και αδιαλείπτως τις ανωτέρω πράξεις και ουδέποτε προέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση στην κατ’ ανωτέρω αποκλειστική εκ μέρους αυτών χρήση των ανωτέρω εδαφικών τμημάτων, ούτε η ίδια οχλήθηκε κατά την οποιαδήποτε άσκηση του δικαιώματος σύγχρησης που είχε τόσο επί των χώρων  αυτών όσο και σε σχέση με τα λοιπά μέρη του κοινού ακαλύπτου χώρου του οικοπέδου. Κατά το χρονικό διάστημα από την κατασκευή των ανωτέρω επιδίκων εδαφικών τμημάτων έως και την άσκηση της εν λόγω αγωγής, ήτοι για χρονικό τριάντα οκτώ (38) ετών, η Καλλιθέα Καρούτα ουδέποτε αμφισβήτησε, είτε προφορικώς, είτε εγγράφως, την ανωτέρω εκ των εναγομένων ασκηθείσα αποκλειστική χρήση των χώρων αυτών και δεν προέβαλε  καμία  ανησυχία,  επιφύλαξη,  σχολιασμό  ή  διαμαρτυρία  ενώπιον όλων  των Γενικών  Συνελεύσεων  των  οροφοκτητώv  του ανωτέρω κτιριακού συγκροτήματος που συνεδρίασαν καθ’ όλο το χρονικό αυτό διάστημα.

Επιπλέον, καμία Γενική Συνέλευση των οροφοκτητών δεν συγκλήθηκε με οποιοδήποτε  θέμα  στην  ημερήσια  διάταξη  που να  αφορά είτε  άμεσα είτε έμμεσα  την  ασκηθείσα  ως  άνω  αποκλειστική χρήση  των  επιδίκων αυτών χώρων, αλλά ούτε και έλαβε καμία περί τούτου απόφαση. Ταυτόχρονα, η ανωτέρω εναγόμενη, όπως αποδεικνύεται από τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις, σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, είχε η ίδια ενεργή ενασχόληση με τα κοινά της οροφοκτησίας και ιδίως με τα του ακαλύπτου  χώρου του οικοπέδου,  προς τούτο αφενός είχε τοποθετήσει  από το 1981 έως το 2009 ξύλινο πορτάκι στο χώρο της πρασιάς ώστε για λόγους ασφαλείας να μην υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση από το χώρο αυτό προς το δωμάτιο ισόγειας οριζόντιας ιδιοκτησίας του κτιρίου Α, όπου διέμενε τότε ο Δ.Β., αφετέρου η ίδια διατηρούσε συχνή επικοινωνία με τους συνιδιοκτήτες όλων των οριζοντίων ιδιοκτησιών του κτιρίου Β στα πλαίσια καλής γειτονίας που υπήρχε μεταξύ αυτών μέχρι και την  ανάληψη καθηκόντων διαχείρισης εκ μέρους you ενάγοντος της δεύτερης υπό κρίση αγωγής, κατά το ανωτέρω δε χρονικό διάστημα αυτή δια της ενεργούς παρουσίας της και ενασχόλησης της με τα κοινά θέματα του ακαλύπτου χώρου ουσιαστικά ενέκρινε την ανωτέρω αποκλειστική εκ μέρους των εναγομένων χρήση. Επιπλέον, οι λοιποί συνιδιοκτήτες και ένοικοι του κτιρίου Β, οι οποίοι έχουν άμεσο και δικαιολογημένο συμφέρον πρόσβασης στους επιδίκους  ως άνω κοινόχρηστους  χώρους  και χρήσης  αυτών,  όχι μόνο  δεν έχουν οχληθεί εκ της  ανωτέρω συμπεριφοράς των εναγόντων, αλλά αντιθέτως, έχει εδραιωθεί σε αυτούς η πεποίθηση εκ της ανωτέρω μακροχρόνιας συμπεριφοράς της εναγομένης, με την οποία είχαν προσωπική επικοινωνία και επαφή κατά την πάροδο του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, ότι πράγματι οι εν λόγω εναγόμενοι έχουν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης των χώρων αυτών, οι ίδιοι δε, όπως και οι δικαιοπάροχοι τους, διατηρούσαν πάντα σχέσεις καλής γειτονίας, όχι μόνο με τους εναγομένους, αλλά και με τους εκάστοτε ενοίκους των ως άνω ισογείων οριζοντίων ιδιοκτησιών του κτιρίου Β, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μεταξύ τους ένα κλίμα αγαστής και ειλικρινούς συνεργασίας προς επίλυση όλων των θεμάτων που αφορούσαν τα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη όλου του κτιριακού συγκροτήματος. Παράλληλα, δεν αποδείχθηκε ότι η Ε. Κ. ή οποιοσδήποτε άλλος συνιδιοκτήτης εμποδίστηκε κατά την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος σύγχρησης επί των χώρων αυτών, ειδικότερα δε, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε υπέρμετρη δυσχέρεια στην περιποίηση και φροντίδα του εφαπτομένου  με τους ανωτέρω επιδίκους χώρους πρασιάς που να προκάλεσε βλάβη στην οροφοκτησία. Εκ των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών αποδείχθηκε ότι δημιουργήθηκε στους ενάγοντες από την ως άνω συμπεριφορά της εναγομένης, σε συνάρτηση με τη δική τους ως άνω συμπεριφορά, των δικαιοπαρόχων τους, αλλά και των λοιπών ως άνω συνιδιοκτητών του κτιρίου Β, η εύλογη και εδραία πεποίθηση ότι η εναγόμενη ουδέποτε θα αμφισβητήσει το δικαίωμά τους να χρησιμοποιούν με τον ανωτέρω τρόπο κατ’ αποκλειστική χρήση τα ανωτέρω επίδικα πλακόστρωτα τμήματα του ακαλύπτου χώρου. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά διαμόρφωσαν ειδικές συνθήκες και περιστάσεις στο κτίριο Β, προερχόμενες κυρίως από την ανωτέρω εκτεθείσα συμπεριφορά των διαδίκων – συνιδιοκτητών, ενόψει των οποίων και της ως άνω μακροχρόνιας αδράνειας της εναγομένης η υπό κρίση άσκηση του αγωγικού δικαιώματος της τελευταίας, η οποία τείνει να ανατρέψει την κατάσταση που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω συνθήκες και διατηρήθηκε συνεχώς επί πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Περαιτέρω, σε περίπτωση που αποκλειστεί η δυνατότητα των εναγομένων να τοποθετούν επί των επιδίκων αυτών τμημάτων τραπεζοκαθίσματα βεράντας κατά τον ανωτέρω τρόπο που αρμόζει στην προσήκουσα για κάθε έναν εξ αυτών ως άνω άσκηση του δικαιώματος σύγχρησης που έχουν επί των χώρων αυτών, θα αφαιρεθεί ουσιαστικά και κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του κανονισμού  το ως άνω δικαίωμα σύγχρησης των χώρων αυτών εκ μέρους των εναγομένων και θα επέλθουν δυσμενείς επιπτώσεις στην εύρυθμη ομαλή διαβίωσή τους, καθόσον τότε αυτοί, σε αντίθεση με όλους τους λοιπούς συνιδιοκτήτες του κτιριακού συγκροτήματος, θα στερηθούν το δικαίωμα προσωρινής παραμονής τους σε εξωτερικό χώρο και δη στο συγκεκριμένο εδαφικό τμήμα που συνέχεται άμεσα με τους ανωτέρω χώρους της τραπεζαρίας και του δωματίου εκάστης ισόγειας ιδιοκτησίας την οποία χρησιμοποιούν και συγκεκριμένα θα αφαιρεθεί από αυτούς το δικαίωμα απόλαυσης ενός ήρεμου εξωτερικού περιβάλλοντος χώρου, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί στην προκειμένη περίπτωση ως χώρος πρασίνου (πρασιάς και κήπου) και εκτείνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του έμπροσθεν των επιδίκων αυτών χώρων, με αποτέλεσμα να επέλθει και δυσανάλογη σε βάρος  τους μεταχείριση κατ’ απόκλιση των συνηθειών που επικρατούν ήδη για το ανωτέρω μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών του κτιρίου Β. Επιπρόσθετα, με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά η ένδικη αξίωση για την άρση της ανωτέρω παράνομης κατάστασης υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281ΑΚ, καθ’ όσον προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το πραγματικό όφελος που προσδοκά να αποκτήσει η ενάγουσα – συνιδιοκτήτρια και η ένωση των συνιδιοκτητών του κτιρίου Β από την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματός του. Συνεπώς, στην υπό κρίση περίπτωση υφίσταται προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του αγωγικού δικαιώματος της Κ.Κ. και πρέπει να γίνει δεκτή η σχετική ως άνω ένσταση των εναγομένων ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η δεύτερη ως άνω κρινόμενη αγωγή. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει: Ι) η πρώτη από 21- 5-2019 αγωγή να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να αναγνωριστεί: 1) το δικαίωμα των συνιδιοκτητών του κτιρίου Β να εκλέγουν δια της δικής τους Γενικής Συνέλευσης ανεξάρτητο διαχειριστή και να αποφασίζουν αυτόνομα και ανεξάρτητα από του συνιδιοκτήτες του κτιρίου Α για την εξωτερική εμφάνιση και αισθητική του κτιρίου Β κατά τα  οριζόμενα στην υπ’ αριθμ. 14678/1977 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού συγκροτημάτων πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Σ. Ν. και 2) το δικαίωμα του διαχειριστή  εκάστου  κτιρίου να κατέχει από 21-2-2019 και εφεξής μέρος του κοινού αποθεματικού ύψους 8.498,47 ευρώ, το οποίο επιμερίζεται προς τούτο στα δύο κτίρια Α και Β κατά την αναλογία των ποσοστών συνιδιοκτησίας που έχει έκαστο εξ αυτών επί του οικοπέδου και αναλογεί στο κτίριο που αυτός διαχειρίζεται, και το δικαίωμα εκάστου διαχειριστή κάθε κτιρίου (Α και Β) του ανωτέρω συγκροτήματος πολυκατοικιών να χρησιμοποιεί το αποθεματικό αυτό και για τις ανάγκες του κήπου, μη δυνάμενου του διαχειριστή του κτιρίου Α να κατέχει για το σκοπό αυτό οποιοδήποτε ποσό εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για λογαριασμό όλης της οροφοκτησίας του ανωτέρω συγκροτήματος, ΙΙ) η πρόσθετη ως άνω παρέμβαση να γίνει ακολούθως εν μέρει δεκτή κατά το μέρος που έγινε δεκτή η ως άνω αγωγή και οι καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση να καταδικαστούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων των προσθέτως παρεμβαινόντων (άρθρα 180 παρ. 1, 182 και 178 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ΙΙΙ) να απορριφθεί η δεύτερη ως άνω κρινόμενη αγωγή. Τέλος, οι εναγόμενοι της πρώτης κρινόμενης αγωγής – ενάγοντες της δεύτερης υπό κρίση αγωγής πρέπει να καταδικαστούν :  α) λόγω της μερικής ήττας τους επί της από 21-5-2019 αγωγής σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ)  και β) λόγω της ήττας τους επί της από 9-9-2019 αγωγής τους στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων αυτής, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρο 176 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

Άρειος Πάγος 1556/2012

Πολιτικό Τμήμα Α’2

Δικαστές: Αθανάσιος Κουτρομάνος, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Χρυσόστομος Ευαγγέλου , Ευφημία Λαμπροπούλου, Αργύριος Σταυράκης, 

Δικηγόροι: Δημήτρης Γίτσας, Θεοδώρα  Καζιάνη

Νομικές Διατάξεις: 522, 535 και 536 ΚΠολΔ, 623, 626, 630, 443 και 447 του ΚΠολΔ, 176 και 183  ΚΠολΔ , 580 ΚΠολΔ,  281  ΑΚ.

Το Εφετείο, εφόσον εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση απορρίπτοντας λόγω ανακοπής που έγινε δεκτός πρωτοδίκως, οφείλει να εξετάσει και τους λοιπούς λόγου της ανακοπής που δεν εξετάστηκαν, άλλως δημιουργείται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 παρ. 8 ΚΠολΔ της παρά το νόμο μη λήψεως πραγμάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.

Από τα άρθρα 522, 535 παρ.1 και 536 παρ.1-2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την παραδοχή λόγου εφέσεως, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και  την διακράτηση  της υπόθεσης για την εκδίκασή της από αυτό κατ’ ουσίαν, καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει και αυτεπαγγέλτως όλα τα ζητήματα που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Έτσι, αν κρίνεται αγωγή με περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της αποφάσεως που πλήττονται με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή. Τα αυτά ισχύουν, μεταβαλλόμενων των μεταβλητέων, και όταν κρίνεται ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής με περισσότερους λόγους. Επομένως και στην περίπτωση αυτή το Εφετείο, εάν εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση απορρίπτοντας λόγο της ανακοπής που είχε γίνει δεκτός πρωτοδίκως, οφείλει  να εξετάσει και τους λοιπούς λόγους της ανακοπής που δεν είχαν εξετασθεί, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι οι λόγοι αυτοί είχαν προβληθεί κατά τρόπον ορισμένο  και  παραδεκτό και ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της  δίκης, οπότε και υποχρεούται το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει. Εάν δε το Εφετείο δεν εξετάσει τέτοιον λόγο της ανακοπής, που είχε δηλαδή προταθεί νομίμως, ως ανωτέρω, και δεν είχε εξετασθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δημιουργείται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.8 του ΚΠολΔ της παρά τον νόμο μη λήψεως υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου από τα άρθρα 623, 626, 630, 443 και 447 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής και για χρηματική απαίτηση που  αποδεικνύεται από τιμολόγια, για να έχουν όμως τέτοια αποδεικτική δύναμη τα τιμολόγια, ως ιδιωτικά έγγραφα, πρέπει να έχουν την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, του προσώπου δηλαδή που αναλαμβάνει υποχρεώσεις από αυτά. Αν η  διαταγή  πληρωμής εκδόθηκε βάσει τιμολογίων που δεν έχουν την υπογραφή του 1 φερομένου ως εκδότη τους, υπό την προεκτεθείσα έννοια, η διαταγή  πληρωμής  είναι άκυρη και μπορεί να προσβληθεί για τον λόγο αυτό με την ανακοπή των άρθρων 632 και 633 του ΚΠολΔ.

ΙΙ. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ένδικη ανακοπή του και για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν τέσσερις λόγους ο αναιρεσείων ζήτησε να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ.10630/2005 διαταγή πληρωμής       του  Δικαστή  του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ποσού 18.709,96 ευρώ, που είχε εκδοθεί εις βάρος του με αίτηση της αναιρεσίβλητης εταιρείας και βάσει των αναφερόμενων σ’ αυτήν εννέα τιμολογίων πωλήσεως, που εφέρετο ότι αποδείκνυαν την απαίτηση της αναιρεσίβλητης (τίμημα πωληθέντων πραγμάτων). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’αριθμ.3842/2007 απόφασή του απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής περί παραγραφής της αξίωσης της αναιρεσίβλητης, δέχθηκε τον τέταρτο λόγο της ανακοπής περί ανυπαρξίας του ένδικου χρέους (έλλειψη υποκειμένης αιτίας) λόγω εικονικότητας των φερομένων ως συμβάσεων πωλήσεως για τις οποίες είχαν εκδοθεί τα ένδικα τιμολόγια και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής, δεν εξέτασε δε μετά ταύτα και τους λοιπούς, δεύτερον και τρίτο, λόγους της ανακοπής. Με τον εξ αυτών δεύτερον λόγο της ανακοπής ο αναιρεσείων είχε προτείνει παραδεκτώς και ορισμένως, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της  ανακοπής, ότι τα προειρημένο τιμολόγια βάσει των οποίων εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν έφεραν την υπογραφή του, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύουν (άμεσα) τηv έναντι της αναιρεσίβλητης επικαλούμενη υποχρέωσή του και η εκδοθείσα ως άνω διαταγή πληρωμής να είναι άκυρη εξ αυτού του λόγου. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τον σχετικό λόγο εφέσεως της αναιρεσίβλητης- καθ’ ης η ανακοπή και απέρριψε ως αόριστο τον τέταρτο λόγο της ανακοπής που είχε γίνει δεκτός πρωτοδίκως, κατά τα προεκτεθέντα, απορρίπτοντας μετά ταύτα και την ανακοπή στο σύνολό της, χωρίς να   εξετάσει και τους λοιπούς, δεύτερον και τρίτο, λόγους της ανακοπής. Σύμφωνα με τα  προεκτεθέντα, το Εφετείο όφειλε να εξετάσει τον δεύτερο, ως ανωτέρω, λόγο της ανακοπής, που είχε προβληθεί νομίμως και δεν είχε εξετασθεί πρωτοδίκως (όχι όμως και τον τρίτο, περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης (άρθρ.281  του  ΑΚ),  ο  οποίος,  όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ανακοπής, είναι παντελώς αόριστος), κατά συνέπειαν δε, αφού δεν έπραξε τούτο, δεν εξέτασε δηλαδή τον ειρημένο λόγο της ανακοπής, υπέπεσε στην προαναφερόμενη  (ανωτ. από  1)  αναιρετική  πλημμέλεια του άρθρου 559  αρ.8  του  ΚΠολΔ,  όπως  βάσιμα  ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τον μοναδικό λόγο της κρινόμενης αίτησης.

ΙΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και ν αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη αυτή απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ), και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρο 176 και 183  του ΚΠολΔ).