ΣΤΕ 1003/2020

Τμήμα ΣΤ’ 

Σύνθεση: Δ. Αλεξανδρής, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, Κ.  Φιλοπούλου,  Ε.  Παπαδημητρίου,  Σύμβουλοι,  Κ.  Κατρά, Π. Χαλιουλιας, Πάρεδροι 

Δικηγόροι: Ιωάννης Κουμέττης, Δημήτρης Γίτσας

Νομικές Διατάξεις : π.δ. 88/2019, ν. 3900/2010

Απόρριψη αίτησης αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ ως απαράδεκτης διότι ασκήθηκε για διαφορά που υπολείπεται του ποσού που ορίζεται ως όριο για να επιτραπεί η άσκηση  της αίτησης. 

Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 5032/2015 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αγωγή της αναιρεσείουσας σχετική με διαφορά που ανέκυψε κατά την εκτέλεση της 113/16.7.2007 σύμβασης προμήθειας οφθαλμολογικών φακών που είχε συνάψει με το «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ “ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ”», του oπoίoυ καθολικός διάδοχος τυγχάνει το αναιρεσίβλητο Νοσοκομείο. Με την αγωγή της αυτή η αναιρεσείουσα είχε ζητήσει να υποχρεωθεί το αναφεσίβλητο να της καταβάλει α) είτε ως οφειλόμενο συμβατικό τίμημα, είτε κατόπιν διάπλασης της συμβατικής σχέσης κατ’ επίκληση των άρθρων 288 και 386 Α,Κ., το ποσό των 58.190,29 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο ποσοστό 53,50%, κατά το οποίο απομειώθηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, η αξία των ομολόγων που δόθηκαν σε αυτήν από το Ελληνικό Δημόσιο στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 27 του ν. 3867/2010 ρύθμισης των οφειλών των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. προς τους προμηθευτές τους, και το οποίο ποσό αφορούσε σε είδη που είχε παραδώσει δυνάμει τιμολογίων πώλησης-δελτίων αποστολής σε εκτέλεση της προαναφερθείσας σύμβασης και β) το ποσό των 25.897,13 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε τόκους επί της αξίας των ίδιων ως άνω τιμολογίων. Επικουρικώς, με την αγωγή της η αναιρεσείουσα είχε ζητήσει την καταβολή των ανωτέρω ποσών με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Επειδή κατά τη δικάσιμο της 14.10.2019, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας ζήτησε, με αίτηση που υποβλήθηκε την ίδια ημερομηνία, συνοδευόμενη από το υπ’ αριθ. 301938720959 1210 0022 ηλεκτρονικό παράβολο, την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης, κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο, πρέπει , σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του π.δ. 18/1989 ( η οποία- παράγραφος- είχε προστεθεί από 23.01.017 με το άρθρο 36 παρ. 1 του ν. 446/2016, Α’ 240 και αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 40 παρ. 2 του ν. 4465/2017, Α’ 47) , να αποδοθεί το ως άνω παράβολο στην αιτούσα. 

Επειδή, στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), που άρχισε να ισχύει κατά το άρθρο 70 του ίδιου νόμου από 1.1.2011 και όπως η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α’ 240/22.12.2016), που άρχισε να ισχύει , σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού, από τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται τα εξής: «3. Η αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι δεν υπάρχει αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου…. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ… Ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις το όριο αυτό ορίζεται στις διακόσιες χιλιάδες ευρώ…». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για το παραδεκτό της αιτήσεως απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων, δηλαδή τόσο του ελάχιστου ποσού της διαφοράς όσο και των αναφερομένων στην παράγραφο 3 προϋποθέσεων (ενδεικτικώς ΣτΕ 1873/2012 επταμ. 1746/2017, 1077/2018). Ισχυρισμοίl, συνεπώς, του αναιρεσείοντος, οι οποίοι ερείδονται στο άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, είναι απορριπτέοι, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς υπολείπεται του ως άνω νομίμου ορίου (ΣτΕ 4688, 3514, 99/2014, 569/2015, 2271/2017, 241/2019), Εξ άλλου, όταν με  την  αίτηση αναιρέσεως αμφισβητείται τόσο το ποσό της κύριας απαίτησης όσο και το ποσό των τόκων, δηλαδή παροχής παρεπόμενου χαρακτήρα, το αντικείμενο της διαφοράς, από το ύψος του οποίου εξαρτάται το παραδεκτό της αίτησης, προσδιορίζεται με βάση το ποσό της κύριας απαίτησης, ανεξαρτήτως αν προβάλλονται και αυτοτελείς αιτιάσεις κατά του κεφαλαίου της απόφασης που αναφέρονται στους τόκους, οι οποίοι αποτελούν παρεπόμενη απλώς αξίωση (Σ.τ.Ε, 1077/2016 κ.α,).

Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε στις 5.5.2016, διέπεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 3900/2010. Με την αίτηση αυτή άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά με χρηματικό αντικείμενο, το ύψος του οποίου αντιστοιχεί, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στο κύριο αίτημα της αγωγής της αναιρεσείουσας περί καταβολής ποσού 56.190,29 ευρώ. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, εφόσον το ποσό της ένδειξης διαφοράς, η οποία αποτελεί διαφορά από διοικητική σύμβαση, υπολείπεται του ορίου των 200.000 ευρώ, δεν επιτρέπεται εν προκειμένω η άσκηση αίτησης αναίρεσης σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει. Οι δε προβαλλόμενοι με τo εισαγωγικό δικόγραφο ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας ότι η παρούσα διαφορά δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα και ότι δεν συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος του περιορισμού λόγω ποσού, ο οποίος τίθεται ειδικά ως προς τις διοικητικές συμβάσεις, διότι αφορά στην ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 27 του ν. 386712010, σε σχέση με τις απαιτήσεις της κατά του αναιρεσίβλητου Νοσοκομείου, ανεξαρτήτως του ύψους αυτών, και, συγκεκριμένα, στις προϋποθέσεις εξακολούθησης ισχύος, άλλως αναβίωσης, των απαιτήσεών της αυτών, λόγω απομείωσης, κατ’ εφαρμογή  του άρθρου  πρώτου  του  ν. 4050/2012, της αξίας των ομολόγων που δόθηκαν σε αυτήν από το Ελληνικό Δημόσιο στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 27 του ν. 3867/2010 ρύθμισης των οφειλών των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. προς τους προμηθευτές τους,  καθόσον  πρόκειται  «για  νομικά  ζητήματα  τα οποία τίθενται πάντοτε ενιαία, ανεξαρτήτως συγκεκριμένου αντικειμένου της σύμβασης και ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου αγωγικού αιτήματος», πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Και τούτο διότι, σε κάθε περίπτωση, αντικείμενο της κρινόμενης διαφοράς είναι το οφειλόμενο, σε εκτέλεση της προαναφερόμενης σύμβασης, συμβατικό τίμημα, το οποίο καταβλήθηκε στην αναιρεσείουσα μειωμένο, και κατά, συνέπεια, η διαφορά αυτή είναι διαφορά από διοικητική σύμβαση, ως προς την οποία ισχύει ο ως άνω περιορισμός της παραγράφου 4 του άρθρου 53  του π.δ. 18/1989. 

Εξάλλου, ενόψει των ανωτέρω γενομένων δεκτών, δεν ασκούν επιρροή οι ερειδόμενοι   στην  παράγραφο   3 του άρθρου  53  του  π.δ. 18/1989 ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας, οι οποίοι προβάλλονται με το εισαγωγικό δικόγραφο και αναφέρονται σε έλλειψη νομολογίας ως προς τα τιθέμενα με τους λόγους της κρινόμενης αίτησης ζητήματα

Επειδή, κατ’ ακολουθίαν πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως απαράδεκτη.