Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών 15302/2019

Τμήμα 15ο Τριμελές

Δικαστές: Βασιλική Παπαλαΐου, Γεώργιος Μπακρισιώρης, Ιωάννα Ρηγοπούλου, Πάρεδρος 

Δικηγόροι: Ευάγγελος Αγγελόπουλος, Δημήτρης Γίτσας

Νομικές Διατάξεις: 276 ΚΔΔ, 105, 106 Εισ.Ν.Α.Κ, 

 

Απαλλαγή από την καταβολή δικαστικού ενσήμου λόγω χορήγησης στην ενάγουσα ευεργετήματος πενίας. Στοιχεία ορισμένου αγωγής με βάση τα άρθρα 105, 106 ΕισΝΑΚ. Απόρριψη ως αόριστης της επικουρικής βάσης περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. 

 

Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθεί το εναγόμενο Νοσοκομείο, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλει σε αυτήν, νομιμοτόκως, το συνολικό ποσό των 1.821.692 ευρώ (εκ των οποίων ποσό 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, ποσό 11.692 ευρώ για δαπάνες νοσηλείας, υδροθεραπείας και φυσικοθεραπείας και ποσό 1.710.000 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη) ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105-106 Εισ.Ν.Α.Κ., για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη από παράνομες πράξεις και παραλείψεις οργάνων του εναγομένου, εξαιτίας των οποίων, κατ’ αυτήν, στερήθηκε την υπαγωγή της στις ευεργετικές διατάξεις της νομοθεσίας περί εργατικού ατυχήματος. Επικουρικώς, δε, ζητά την καταβολή του ως άνω ποσού, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 Α.Κ.).

Επειδή, εξάλλου, για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω χορήγησης στην ενάγουσα ευεργετήματος πενίας [κατ’ άρθρο 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.2717/1999, ΦΕΚ Α’ 97), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 30 του ν.4274/2014 (ΦΕΚ Α’ 147) και το άρθρο 28 του ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α’ 240)] και απαλλαγής της από τη σχετική υποχρέωση (σχ.η 2416/2018 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών). 

Επειδή, στο άρθρο 71 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ορίζεται ότι: «Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει, κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου» και στο άρθρο 73 παρ.1 ότι: «Το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 45, πρέπει να περιέχει και: α) καθορισμό της έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η αξίωση, β) σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και τους λόγους που θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση και γ) σαφώς καθορισμένο αίτημα». Εξάλλου, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (εφεξής «Εισ.Ν.Α.Κ.», π.δ. 456/1984, ΦΕΚ Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…» και στο άρθρο 106 αυτού, ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους.». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, σε περίπτωση αγωγής κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, την παράνομη πράξη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη έκδοσης νόμιμης πράξης ή παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης υλικής ενέργειας, από την οποία απορρέει η αξίωση προς αποζημίωση, σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών και τους λόγους που θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση (ΣτΕ 2526/2017, 324/2015, 3141/2011, 8/2010).

Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αναπτύσσεται με από 25.9.2019 νομίμως κατετεθέν υπόμνημα, η ενάγουσα προβάλλει τα κάτωθι: Το έτος 1999 και συγκεκριμένα, το πρώτο εξάμηνο παρακολούθησης προγράμματος του Ο.Α.Ε.Δ. (15.12.1998 έως 12.5.1999) με το σύστημα της Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης στην ειδικότητα «Υπάλληλοι γραφείου σε θέματα διοικητικής υποστήριξης υπηρεσιών», διάρκειας 600 ωρών, υπέστη σοβαρό τραυματισμό στον αριστερό ώμο της «λόγω υπερπροσπάθειας και βίαιας/κοπιώδους κίνησης». Την 14.9.1999, ως ιστορεί στην αγωγή της, επισκέφθηκε ιατρό του Ι.Κ.Α., ο οποίος την υπέβαλε σε διάφορες θεραπείες «από τις οποίες το τραύμα όχι μόνο δεν επουλώθηκε, αλλά μάλιστα επιδεινώθηκε», ενώ ακολούθως, την 9.8.2004, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση (αρθροσκόπηση ώμου-ακρωμιοπλαστική) σε ιδιωτική κλινική, στην οποία, όπως αναφέρει, την παρέπεμψαν όργανα του εναγομένου, συνεπεία δε της επέμβασης αυτής εμφανίστηκαν στην ενάγουσα βαριά κινητικά προβλήματα, τα οποία κατέστησαν σχεδόν μη λειτουργικό το αριστερό της χέρι και ώμο. Μετά την ως άνω χειρουργική επέμβαση, η ενάγουσα διατείνεται ότι δεν μπορούσε πλέον να ασκήσει το επάγγελμα της (καθηγήτρια σε Ι.Ε.Κ. ή σε φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης) ενώ κατέστη μερικώς και διαρκώς ανίκανη προς (πάσα) εργασία, «ανικανότητα», που, κατ’ αυτήν, «συνδέεται αιτιωδώς» και προέρχεται «ολοκληρωτικώς από το ανωτέρω συμβάν» και έκτοτε αντιμετωπίζει πρόβλημα βιοπορισμού. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι στερήθηκε της υπαγωγής της στις ευεργετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί εργατικών ατυχημάτων, ως εδικαιούτο, ώστε να λάβει αποζημίωση από τον Ο.Α.Ε.Δ. ή τον αρμόδιο ασφαλιστικό οργανισμό, εξαιτίας της παράνομης παράλειψης του εναγομένου και των οργάνων αυτού, να της κοινοποιήσουν, ως όφειλαν, κατά την ίδια, «είτε οι ίδιοι οίκοθεν δια της διοικητικής οδού, είτε ενημερώνοντάς» την «προσηκόντως» ότι το ιατρικό συμβάν που υπέστη χαρακτηρίζεται ως εργατικό ατύχημα και έπρεπε, προκειμένου να υπαχθεί στις οικείες διατάξεις, να το κοινοποιήσει στον Ο.Α.Ε.Δ. και τον ασφαλιστικό οργανισμό που υπάγεται, προκειμένου να εκκινήσουν οι σχετικές διαδικασίες. Τέλος, ισχυρίζεται ότι η ως άνω συμπεριφορά του εναγομένου αντίκειται στην αρχή της νομιμότητας και στην αρχή προστασίας του διοικουμένου. Ενόψει, δε, των ανωτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη ζημία από τις προπεριγραφόμενες παράνομες παραλείψεις του εναγομένου και ζητά να υποχρεωθεί το τελευταίο να της καταβάλει, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση: α) ποσό 100.000 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατ’ αυτήν, στην αποζημίωση που θα ελάμβανε από τον Ο.Α.Ε.Δ. ή το ασφαλιστικό ταμείο λόγω της διαρκούς μερικής ανικανότητάς της για εργασία, β) το συνολικό ποσό των 1.710.000 ευρώ που αντιστοιχεί στα, επί 19 έτη, διαφυγόντα κέρδη της λόγω ματαίωσης, εξαιτίας της ανικανότητάς της προς εργασία, του υπό επεξεργασία κατά την επίδικη περίοδο, επιχειρηματικού της σχεδίου λειτουργίας δικής της επιχείρησης φροντιστηρίου μέσης εκπαίδευσης από το οποίο θα προσποριζόταν, ως διατείνεται, ετήσιο καθαρό εισόδημα 90.000 ευρώ, άλλως -επικουρικώς, όπως αιτείται- το ποσό 88.152,68 ευρώ, που αντιστοιχεί στις αποδοχές που θα ελάμβανε αν απασχολούνταν ως διοικητικός υπάλληλος Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα και γ) το συνολικό ποσό των 11.692 ευρώ, αναλυόμενο σε ποσό 11.092 ευρώ για δαπάνες νοσηλείας/υδροθεραπειών στις οποίες υποβλήθηκε προς ανάκτηση των κινητικών της δυνάμεων, ως εκθέτει, από το έτος 2005 έως και την άσκηση της αγωγής της και σε ποσό 600 ευρώ για δαπάνες φυσικοθεραπευτικής αγωγής. Τέλος, επικουρικώς ζητά την καταβολή των ως άνω ποσών, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 Α.Κ.) και να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή. Προς απόδειξη δε, των ως άνω ισχυρισμών της, η ενάγουσα προσκόμισε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 25.9.2019 έγγραφα, που όμως, δεν λαμβάνονται υπόψη, καθότι προσκομίσθηκαν απαραδέκτως με το υπόμνημα μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και όχι προαποδεικτικώς μέχρι την προτεραία της συζήτησης, κατ’ άρθρο 150 του Κ.Δ.Δ. (πρβλ.ΣτΕ 1993/2016 σκ.11 και ΣτΕ 1157/2014 σκ.9).

Επειδή, το εναγόμενο Νοσοκομείο, με την 13452/16.9.2019 έκθεση απόψεών του, υποστηρίζει ότι η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί, καταρχάς, ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, καθόσον στο δικόγραφο αυτής δεν αναφέρονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που αφορούν στο εν λόγω Νοσοκομείο, ούτε συγκεκριμένα πρόσωπα που θα μπορούσαν να ευθύνονται σε σχέση με τα αναφερόμενα στην αγωγή και περαιτέρω, ότι, πάντως, δεν συνδέεται αιτιωδώς η ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη η ενάγουσα με πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου, ότι δεν προσδιορίζεται ο τρόπος υπολογισμού του ύψους της ζημίας την αποκατάσταση της οποίας ζητά με την αγωγή και τέλος, αρνείται την αγωγή, επικαλούμενο αποκλειστική ευθύνη της ενάγουσας ως προς την πρόκληση του προβλήματος στην υγεία της.

Επειδή, από το εκτεθέν στην τέταρτη σκέψη της παρούσας περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι αυτό δεν περιλαμβάνει, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ.1 του Κ.Δ.Δ., σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αξίωση της ενάγουσας κατά τα άρθρα 105 – 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., με συνέπεια η ένδικη αγωγή να παρίσταται αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Και τούτο διότι, στο εν λόγω δικόγραφο δεν εκτίθεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο σε τι συνίσταται η αποδιδόμενη στο εναγόμενο παρανομία με συγκεκριμένη αναφορά στις παραλείψεις της διοίκησης καθώς και στις διατάξεις που παραβιάστηκαν, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο τυχόν παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, παρά μόνο γίνεται αόριστη αναφορά στην παράλειψή τους να ενημερώσουν την ενάγουσα για τη δυνατότητα υπαγωγής της στις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί εργατικών ατυχημάτων χωρίς ουδεμία μνεία της σχέσης της με το εν λόγω Νοσοκομείο και την ανάμειξη των οργάνων του στα ιστορούμενα στην αγωγή της συμβάντα. Ακολούθως, η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα και κατά την επικουρική βάση της, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί αδικαιολόγητου πλουτισμού του εναγομένου κατ’ άρθρο 904 Α.Κ. προβάλλεται αορίστως καθώς δεν γίνεται επίκληση από την ενάγουσα με συγκεκριμένο τρόπο άλλων πραγματικών περιστατικών, διάφορων εκείνων με τα οποία επιχειρεί να στηρίξει την κύρια βάση της αγωγής (πρβλ.ΣτΕ 528/2014).

Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί, όμως, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, η ενάγουσα πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη του εναγομένου (άρθρο 275 παρ.1ε’ του Κ.Δ.Δ.).