ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Απόφασης: 5429-2022
Νόμω αβάσιμος ο ισχυρισμός που θεμελιώνεται στο άρθρο 300 ΑΚ, όταν προβάλλεται επί αξίωσης που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 § 1 του Συντάγματος, στο Συμβούλιο της Επικρατείας ως και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει. με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Σε Εκτέλεση της ως άνω συνταγματικής διατάξεως, εκδόθηκε ο νόμος 1406/ 1983. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 § 2 περ. Γ του ως άνω νόμου, στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται οι διοικητικές διαφορές ουσίας, τέτοιες δε, θεωρούνται και οι διαφορές, οι οποίες αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά στις διοικητικές συμβάσεις. δηλαδή, εκείνες οι διαφορές, οι οποίες ανακύπτουν από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οιανδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση. Εξάλλου, για το χαρακτηρισμό μιας συμβάσεως ως διοικητικής απαιτείται: α) ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, το οποίο να ασκεί δημόσια εξουσία, β) το αντικείμενο της συμβάσεως να έχει σχέση με την άσκηση δημοσίας υπηρεσίας ή να εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό και γ) η κατάρτιση και η εκτέλεση της συμβάσεως, να διέπονται, εν μέρει τουλάχιστον, από κανόνες διοικητικού δικαίου, κατά τις διατάξεις του ν. 2256/1995, όπως ήδη αντικαταστάθηκε από το ν. 4412/2016 ή η σύμβαση να περιέχει όρους που να δημιουργούν υπέρ του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ, εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς. Τα ανωτέρω στοιχεία, πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά, ήτοι κατ’ αρχήν πρέπει οπωσδήποτε το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι είτε το εν στενή έννοια Δημόσιο, είτε ΝΠΔΔ και δεν αρκεί να είναι ΝΠΙΔ που ανήκει στο Δημόσιο ή δημόσια επιχείρηση που λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, ούτε έχει σημασία το ότι η σύμβαση διέπεται από τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων (ΑΠ 1649/2007 ΔΕΕ 2008.995). Επίσης, ακόμη και όταν η σύμβαση συνάπτεται από το Δημόσιο ή ΝΙΙΔΔ. θα πρέπει, επιπλέον, αφενός μεν να επιδιώκεται με αυτήν η ικανοποίηση σκοπού που εξυπηρετεί το δημόσιο όφελος και όχι απλώς τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του συμβαλλόμενου Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, αφετέρου δε, να δημιουργείται. υπέρ των τελευταίων και χάριν του επιδιωκόμενου ανωτέρω σκοπού, εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς αποκλίνον από το κοινό δίκαιο και μη προσιδιάζοv στο συμβατικό δεσμό που συνάπτεται κατά τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, είτε μέσω συμβατικών ρητρών. Είτε δυνάμει του κανονιστικού καθεστώτος. που διέπει εν γένει τη σύμβαση. με τη μορφή ιδίως της δυνατότητας μονομερούς επεμβάσεως στην εξέλιξη της συμβάσεως και της επιβολής κυρώσεων (ΑΕΔ 11/2013 ΕΔΔΔΔ 2013.645, ΑΕΔ 12/2013 ΝΟΜΟΣ. ΛΕ 3/2012 ΝοΒ 2013.213, ΑΕΔ 14/2007 ΔΔίκη 2007.1277, ΑΕΔ 6/2007 ΕλλΔvη 2008.98. ΑΕΔ 15/1992 ΕλλΔvη 1993.1456. ΟλΑΠ 8/2000 ΕλλΔvη 2000.67, ΑΠ 1523 και 1524/2013. ΛΠ 1671/2008 ΕλλΔvη 2011.419. ΑΠ 1405/2008, ΑΠ 1490/2008. ΑΠ 104/2006 ΕλλΔvη 2006.462. ΑΠl012/2005 ΕλλΔvη 2005.1125, ΑΠ 380/2001 ΕλλΔvη 2002.161. ΣτΕ 72/2009 ΔΔίκη 2010.866). Συμβάσεις, που δεν συγκεντρώνουν τα γνωρίσματα αυτά. είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια (ΟλΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 2001.381. ΟλΑΠ 8/2000 ΕλλΔvη 2000.67. ΑΠ 1225/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 3/1999 ΕλλΔνη 1999.1692).
Ειδικότερα, μάλιστα, για τη νόμιμη σύναψη διοικητικής σύμβασης, αναγκαίο στοιχείο αποτελεί ο έγγραφος τύπος αυτής. Στην περίπτωση, δηλαδή. σύναψης διοικητικής σύμβασης, απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκυρη κατάρτιση της σύμβασης, αλλά και για τη διαπίστωση του διοικητικού της χαρακτήρα, είναι η σύνταξη και η υπογραφή από τα συμβαλλόμενα μέρη του εγγράφου της σύμβασης. Και τούτο διότι. αν δεν έχει συνταχθεί και δεν έχει υπογράφει σύμβαση, δεν μπορεί να διαπιστωθεί εάν αυτή διέπεται από κανονιστικό καθεστώς ή εάν περιλαμβάνει εξαιρετικώς, ρήτρες, που παρεκκλίνουν από το κοινό δίκαιο και δημιουργούν υπέρ του αντισυμβαλλομένου Δημοσίου ή ΝΠΔΔ τη δυνατότητα να επεμβαίνει μονομερώς στη σύμβαση, έτσι ώστε να βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση απέναντι στον προμηθευτή, δηλαδή σε θέση, μη προσιδιάζουσα στο δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου, συναπτόμενο συμβατικό δεσμό, προϋπόθεση από την οποία, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, εξαρτάται, κυρίως, ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως διοικητικής (ΛΠ 820/2012 ΕΦΑΔ 2013.69. ΑΠ 1462/2012 ΧΡΙΔ 2013.195, ΑΠ 1378/2011 ΝοΒ 2012.672. ΑΠ 408/2010 ΕΠΟΑΔ 2010.724. ΑΠ 1307/2010 ΕΦΑΔ 2011.451. ΑΠ 1682/2008 ΕλλΔvη 2011.1377, ΣτΕ 174/2014 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, στα πολιτικά δικαστι1ρια υπάγονται και οι διαφορές από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. που έχουν ως υπόβαθρο μια άκυρη σύμβαση, που δεν είναι διοικητική υπό την έννοια που ήδη αναφέρθηκε (ΑΠ 1307/2010 ΙΞΦΛΔ 2011.451, ΑΠ 1490/2008, ΕφΑθ 1781/2012 τνπ ΝΟΜΟΣ).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1. 3. 5. 6. 26. 27. 28. 32. 116, 117 και 118 του ν. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», ως ίσχυαν αρχικά και μετά την τροποποίησή τους με τη παρ.4 άρθρου 47 Ν.4472/2017,ΦΕΚ Α 74/19.5.2017 και πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο 50 Ν.4782/2021,ΦΕΚ Α’ 36/9.3.2021, συνάγεται ότι η ανάθεση συμβάσεων προμηθειών διενεργείται, κατά κανόνα, κατόπιν ανοικτών ή κλειστών διαγωνιστικών διαδικασιών (άρθρα 27 και 28). Περαιτέρω, είναι δυνατή η άνευ συνδρομής ειδικού λόγου απευθείας ανάθεση συμβάσεων προμηθειών στην περίπτωση που η εκτιμώμενη αξία αυτών δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000,00 ευρώ χωρίς ΦΠΑ, ενώ, στην περίπτωση που η αντίστοιχη αξία δεν υπερβαίνει το ποσό των 60.000,00 ευρώ χωρίς ΦΠΑ, επιτρέπεται προσφυγή στη διαδικασία του συνοπτικού διαγωνισμού. Εξάλλου, στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις (άρθρο 32), επιτρέπεται η προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού και η προσφυγή σε συνοπτικό διαγωνισμό. Η ανωτέρω διαδικασία επιτρέπεται να τηρηθεί, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που λόγω κατεπείγουσας ανάγκης, οφειλομένης σε γεγονότα απρόβλεπτα για την εκάστοτε αναθέτουσα αρχή, δεν είναι δυνατή η τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται για τις ανοικτές ή και κλειστές διαδικασίες. Προκειμένου να διαπιστωθεί το ποσό στο οποίο ανέρχεται η δαπάνη συγκεκριμένης προμήθειας και συναφώς, η εκ του νόμου προβλεπόμενη διαδικασία ανάθεσης, εφ’ όσον πρόκειται για σύμβαση περιοδικού χαρακτήρα. υπολογίζεται η συνολική δαπάνη που απαιτήθηκε για να καλυφθούν οι ανάγκες του φορέα σε όμοιες ή ομοειδείς, κατά την αντίληψη των συναλλαγών και τη φύση τους, προμήθειες κατά το προηγούμενο δωδεκάμηνο ή οικονομικό έτος, αναπροσαρμοσμένη, εφόσον τούτο είναι δυνατόν, προκειμένου να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές ως προς τις ποσότητες ή την αξία τους κατά τους δώδεκα μήνες που έπονται της αρχικής σύμβασης (βλ. άρθρο 6 παρ. 11). Περαιτέρω, στον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων συμπεριλαμβάνονται τόσο το τυχόν προβλεπόμενο δικαίωμα προαίρεσης όσο και οι τυχόν παρατάσεις αυτών, ενώ δεν επιτρέπεται η κατάτμηση των συμβάσεων κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η εφαρμογή οποιασδήποτε διάταξης του ανωτέρω νόμου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους (βλ. άρθρο 6 παρ. 1 και 3). Παρέπεται ότι απαγορεύεται ο επιμερισμός της συνολικής ποσότητας όμοιων ή ομοειδών αγαθών σε περισσότερες μικρότερες ποσότητες και η διενέργεια αντίστοιχων τμηματικών προμηθειών, αντί μιας ενιαίας, στο μέτρο που η κατάτμηση αυτή έχει ως συνέπεια τη μη τήρηση των νόμιμων διαδικασιών ανάδειξης αναδόχου (ΕΣ 31/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 130 και 135 του Ν.4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης (ενσωμάτωση της οδηγίας 2011/85/ΕΕ) δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» για τις συμβάσεις που συνάπτει το Δημόσιο, με αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης των 2.500 ευρώ, απαιτείται με ποινή ακυρότητας έγγραφος τύπος (ιδιωτικό έγγραφο). Ο ίδιος άλλωστε έγγραφος τύπος απαιτείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν.Δ/τος 496/1974 «περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» και για το κύρος των συμβάσεων που συνάπτουν τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. με αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών (και μεταγενέστερα κατά την υπ’ αριθ. 2054839/452/0026/3/9-7-1992 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών 150.000 δραχμών (ή 440,20 €). Ήδη δε κατά την υπ’ αριθ. 2/59649/0026/2001 απόφαση του αυτού Υπουργού 2.500 ευρώ ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας. εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση όμως για την κατάρτιση της σύμβασης και η υποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα. αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου. που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό του Δημοσίου ή αναλόγως ΝΠΔΔ ως άνω συμβάσεις. είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι’ αυτό και η έλλειψη του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρο 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεση της σύμβασης. μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή. όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τίτλος για την πρόταση και την αποδοχή (Ολ ΑΠ 862/1984, ΑΠ 1330/2021. ΑΠ 766/2014. ΑΠ 1057/2011. ΑΠ 1135/2010 του ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι για την σύναψη σύμβασης για τη διενέργεια απευθείας προμήθειας, στην περίπτωση που η αξία της είναι ανώτερη του ποσού των 2.500,00 ευρώ, πρέπει να περιβληθεί τον συστατικό τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. ενώ αν η αξία είναι ανώτερη του ποσού των 20.000.00 ευρώ τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που ορίζεται στο νόμο και η διενέργεια διαγωνισμού και προσφορών ως η διαδικασία αυτή διαφοροποιείται αναλόγως του ύψους της σύμβασης (άρθρα 5 έως 117 Ν.4412/2016). Στην περίπτωση δε της μη τήρησης του τύπου, που επιβάλλεται από το νόμο. η σύμβαση είναι άκυρη. Σε περίπτωση δε άκυρης σύμβασης, λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση αλλά μόνο στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ’ άρθρο 904 ΛΚ, δεδομένου ότι ο κανόνας του εν λόγω άρθρου έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με την διάταξη αυτή ή άλλη. Την ακυρότητα από την έλλειψη του τύπου μπορεί να προτείνει και αυτός που ενώ γνώριζε ότι απαιτείται τύπος. προέβη στη σύναψη παράτυπης σύμβασης, αλλά και το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτήν αυτεπάγγελτα, γιατί οι διατάξεις περί τύπου είναι δημόσιας τάξης, επομένως, η σύμβαση που συνάπτει ένα Ν.Π.Δ.Δ. για την ανάθεση ή εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή για τη διενέργεια προμήθειας, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε κατόπιν διαγωνισμού είτε απευθείας μετά από πρόχειρο διαγωνισμό ή και χωρίς διαγωνισμό, πρέπει vα περιβληθεί το (συστατικό τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει την κατά τα ανωτέρω απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης (ΑΠ 1492/2017, ΑΠ 430/2015, ΑΠ 1135/2010. ΜΠρΠειρ 1123/2019 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘεσ/κης 16584/2017, ΜΠΘεσ/κης 16329/2017. τνπ lΣΟΚΡΑΤΗΣ). Στην περίπτωση αυτή της άκυρης σύμβασης, η παροχή, που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης παρά την ακυρότητά της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί συνεπώς, κατά τις διατάξεις των αρθρ. 904 – 913 του για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, vα αναζητηθεί αυτούσια η παροχή ή αναλόγως η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος (ΕφΑθ 7084/2019 τνπ ΝΟΜΟΣ).
Κατά το άρθρο 904 παρ. 1, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Κατά δε το άρθρο 908 εδ. α’ του ιδίου Κώδικα, ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται υπηρεσίες ή εργασίες με άκυρη σύμβαση, «Ο αvτισυμβαλλόμεvος» του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια την οποία απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία. στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν. αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες. Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού για αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με κάποια άλλη διάταξη (βλ. ΑΠ 1442/2014. AΠ 1462/2012, ΑΠ 1387/2011 τνπ ΝΟΜΟΣ). Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 909 ΑΚ: «η υποχρέωση για απόδοση, κατά το προηγούμενο άρθρο (908 Α.Κ.) αποσβήνεται, εφόσον ο λήπτης δεν είναι πια πλουσιότερος κατά τον χρόνο της επίδοσης της αγωγής». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, απόσβεση της υποχρέωσης προς απόδοση του πλουτισμού, ο οποίος επήλθε με τη λήψη χρημάτων χωρίς νόμιμη αιτία ή για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε. επέρχεται και όταν ο λήπτης αναλίσκει το χρηματικό ποσό που έλαβε, πραγματοποιώντας δαπάνες για να αντιμετωπίσει ανάγκες. στις οποίες. άλλως. δεν θα προέβαινε. Έτσι, ο πλουτισμός. θεωρείται, ότι σώζεται, όταν το ποσό που έλαβε ο λήπτης το διέθεσε για εξόφληση δικού του χρέους ή για δικές του ανάγκες, τις οποίες θα αντιμετώπιζε με δικές του δαπάνες (ΑΠ 922/2007. ΑΠ 682/2003 τνπ ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη του άρθρου 909ΑΚ, παρέχει στον εναγόμενο ένσταση καταλυτική του δικαιώματος του ενάγοντος προς απόδοση της ωφέλειας (ΑΠ 404 /2016, ΑΠ 2167/201.3.432/2013 τνπ ΝΟΜΟΣ). Από το ίδιο ως άνω άρθρο 904 ΑΚ που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει περαιτέρω, ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας. βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αv λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Στην περίπτωση αυτή. αν ασκηθεί αγωγή. με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής σύμφωνα με το άρθρο 216 § 1α ΚΠολΔ. τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. σωρεύεται κατά. δικονομική επικουρικότητα (αρθρ. 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης. χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο διότι στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής, θα εξεταστεί μόνο αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου εργοδότη, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων πού θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στη δικοvομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εναγόμενο του λόγου ακυρότητας της σύμβασης. Ως προς τους οφειλόμενους από το λήπτη τόκους, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις των άρθρων 910 και 346 Λ.Κ., κατά τις οποίες οφείλονται τόκοι από την επίδοση της αγωγής και όχι η διάταξη του άρθρου 911 εδαφ. 2 ΑΚ, δεδομένου ότι η δοθείσα παροχή σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης δεν θεωρείται ότι δόθηκε για παράνομο ή ανήθικο σκοπό (ΟλΑΠ 23/2003 ΑΠ 120/2014, ΑΠ 438/2017 ΕφΑθ 729/2018 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1057/2011, ΑΠ 852/2000 ΕλλΔνη 41.1654, Γvωμ.ΝΣΚ (ΔΙ Τμήματος) 190/2011).
Η διάταξη του αρθρ. 7 § 2 του v.δ. 496/1974, που είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (ΟλΑΠ 3/2006, ΑΠ 1917/2007 τνπ ΝΟΜΟΣ), ορίζει ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει δε από την επίδοση σχετικής αγωγής. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 ΑΚ, προκύπτει ότι επί χρηματικής οφειλής ΝΠΔΔ μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής, ως τέτοιας νοούμενης της καταψηφιστικής αγωγής, αλλά και της αγωγής της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα περιορίσθηκε σε αναγνωριστικό (ΑΕΔ 7/2011 Αρμ 2011. 816) η επίδοση, της οποίας επιφέρει έναρξη τοκοφορίας, χωρίς προς τούτο να αρκεί η καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο όχληση ή η παρέλευση δήλης ημέρας, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά ή προκύπτει από ειδικό νόμο (ΟλΑΠ 10/2008, ΟλΑΠ 7/2000 και ΑΠ 157/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), επί του οποίου έχει εφαρμογή η προαναφερόμενη διάταξη, αποτελεί και το υπαγόμενο στο ΕΣΥ νοσοκομείο, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 3329/2005. Ειδικό νόμο σε σχέση με το άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 ως προς τη δημιουργία υπερημερίας σε περίπτωση χρηματικής οφειλής ΝΠΔΔ και του οφειλόμενου ποσοστού τόκου αποτελεί και ο Ν.4152/2013, ΦΕΚ Α 107/9.5.2013, όπου ειδικότερα ως προς την τοκοφορία και τα έξοδα ορίζεται : «ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Ζ.5.: ΥΝΑΛΛΑΙΈΣ ΜΕΊΆΞΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΑΡΧΩΝ (Άρθρο 4 Οδηγίας 2011/7) 1. Κατά τις εμπορικές συναλλαγές στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, ο δανειστής δικαιούται, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζουν οι περιπτώσεις 3, 4ή 6, νόμιμο τόκο υπερημερίας. χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εμπρόθεσμα, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση. 2. Επιτόκιο αναφοράς για το πρώτο εξάμηνο του σχετικού έτους είναι το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιανουάριου του εν λόγω έτους και για το δεύτερο εξάμηνο του σχετικού έτους, το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιουλίου του εν λόγω έτους. 3. Στις εμπορικές συναλλαγές, στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, η προθεσμία πληρωμής δεν υπερβαίνει κανένα από τα ακόλουθα όρια: α) τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου. β) εφόσον η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου ή ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου δεν είναι βέβαιη τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών, γ) εφόσον ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο πριν τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών, εφόσον προβλέπεται απ’ το νόμο ή τη σύμβαση διαδικασία αποδοχής ή επαλήθευσης, με την οποία διαπιστώνεται η αντιστοιχία των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση και είναι ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο νωρίτερα από την ημερομηνία ή την ίδια ημερομηνία κατά την οποία συντελείται η αποδοχή ή η επαλήθευση τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία αυτή. 4. Οι προθεσμίες της περίπτωσης 3 υποπερίπτωση α’ της παρούσας υποπαραγράφου ορίζονται σε εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες, για: α) κάθε δημόσια αρχή που ασκεί οικονομική δραστηριότητα βιομηχανικής ή εμπορικής φάσης. με την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών στην αγορά και η οποία υπόκειται, ως δημόσια επιχείρηση, στις απαιτήσεις διαφάνειας της Οδηγίας 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2006 για τη διαφάνεια των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών – μελών και των δημόσιων επιχειρήσεων, καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων. β) Νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου I Β του ν. 2362/1995 (Α’247), που προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 (Α· 141), όπως ισχύει. που παρέχουν υγειονομική μέριμνα και είναι κατάλληλα αναγνωρισμένα για το σκοπό αυτό. καθώς και ο ΕΟΠΥΥ (άρθρο 18 του ν. 3918/2011). 5. Η μέγιστη διάρκεια της διαδικασίας αποδοχής ή επαλήθευσης κατά την παράγραφο 3 στοιχείο α· σημείο δ’ δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή των υπηρεσιών, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και σε οποιαδήποτε έγγραφα υποβολής προσφοράς και με την προϋπόθεση ότι δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον δανειστή υπό την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.8.. 6. η προθεσμία πληρωμής που ορίζεται στη σύμβαση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τα χρονικά 6ρω που προβλέπονται στην περίπτωση 3, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και με την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά από την ιδιαίτερη φύση ή τα χαρακτηριστικά της σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση η προθεσμία δεν υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες. 7. Η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου δεν αποτελεί αντικείμενο συμβατικής συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και του δανειστή. [… ] ΥΓΙΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Ζ.7.: Αποζημίωση ΓΙΑ ΤΑ ΕΞΟΔΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ (Άρθρο 6 Οδηγίας 2011/7/ΕΕ): 1. Ο δανειστής δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση από τον οφειλέτη το κατ’ αποκοπήν ποσό των σαράντα (40) ευρώ εφόσον καθίσταται απαιτητός τόκος υπερημερίας σε εμπορικές συναλλαγές σύμφωνα με την υποπαράγραφο Ζ.4. 11 την υποπαράγραφο Ζ.5.. 2. Το κατά την περίπτωση 1 κατ’ αποκοπήν ποσό είναι απαιτητό χωρίς να απαιτείται όχληση και καταβάλλεται ως αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης του δανειστή. 3. Ο δανειστής δικαιούται, επιπλέον του κατά την περίπτωση 1 κατ’ αποκοπήν ποσού. να ζητήσει από τον οφειλέτη εύλογη αποζημίωση για οποιαδήποτε σχετικά υπολειπόμενα έξοδα είσπραξης, που οφείλονται στην καθυστερημένη πληρωμή του οφειλέτη. Ως έξοδα είσπραξης λογίζονται μεταξύ άλλων και η δαπάνη για την αμοιβή πληρεξουσίου δικηγόρου ή οργανισμού είσπραξης οφειλών.».
Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία με την υπό κρίση αγωγή της ισχυρίζεται ότι αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας είναι η αγορά και η πώληση, λιανικώς ή χονδρικής ειδών οπωρολαχανοπωλείου. Ότι, περαιτέρω, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης που κατήρτισε με το εναγόμενο νοσηλευτικό ίδρυμα, συναφθεισών μεταξύ αυτής και του εναγομένου από τις 23.2.2017 έως και τις 18.10.2017, χωρίς την τήρηση της απαιτούμενης για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών διαδικασίας, πώλησε και παρέδωσε, στο τελευταίο τα περιγραφόμενα, κατ’ είδος, ποσότητα και τίμημα προϊόντα (φρούτα και λαχανικά, για τα οποία εξέδωσε τα επισυναφθέντα στο αγωγικό δικόγραφο τιμολόγια πώλησης και τα αντίστοιχα δελτία αποστολής. Ότι, άπαντα τα ως άνω τιμολόγια, δυνάμει σχετικού όρου που αναγράφεται σε καθένα εξ’ αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του Π.Δ. 166/2003, ήταν πληρωτέα με πίστωση 60 ημερών, το δε συνολικό τίμημα από τις ανωτέρω πωλήσεις ανήλθε στο συνολικό ποσό των …. ευρώ. Ότι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της (ενάγουσας), το εναγόμενο εξακολουθεί να της οφείλει από τις διαδοχικές αυτές πωλήσεις το ανωτέρω ποσό. Ότι, επικουρικά και σε περίπτωση που θεωρηθούν άκυρες οι ως άνω διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, από την εκτέλεσή τους το εναγόμενο νοσοκομείο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας της (ενάγουσας) κατά το άνω ποσό, καθώς παρέλαβε τα μεταβιβασθέντα προϊόντα και τα χρησιμοποίησε για τις ανάγκες του, εξοικονομώντας έτσι το ποσό των ….. ευρώ, που αντιστοιχεί στο συμφωνηθέν τίμημα και στην ανεξόφλητη αξία των εκδοθέντων ένδικων τιμολογίων και το οποίο (ποσώ θα κατέβαλε σε αυτήν, εάν υφίσταντο έγκυρες συμβάσεις, ότι, τέλος, αν και το εναγόμενο φέρει αποκλειστική ευθύνη για την σύναψη των επίδικων άκυρων συμβάσεων πώλησης και μολονότι αυτή (ενάγουσα) παρέδωσε τα προϊόντα στο πρώτο, εντούτοις αυτό (εναγόμενο) αρνείται να εκδώσει την προβλεπόμενη αναγκαία διαταγή προς πληρωμή του ανωτέρω οφειλόμενου ποσού, ώστε να καταβάλει το αντίτιμο της παροχής και της προμήθειας των προϊόντων που ανεπιφύλακτα παρέλαβε και κατανάλωσε. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά η ενάγουσα, κατ’ ορθή εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου ζητά να υποχρεωθεί το εναγόμενο, επί τη βάσει της εvδοσυμβατικής ευθύνης, επικουρικά επί τη βάσει του αδικαιολογήτου πλουτισμού. άλλως και όλως επικουρικά επί τη βάσει της αδικοπρακτικής ευθύνης, να της καταβάλει το ποσό των …. ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα της παράδοσης των και έκαστων εμπορευμάτων μέχρι την εξόφληση κατ’ άρθρο 911 παρ.2 ΑΚ ή από την επομένη ημέρα της έκδοσης των ένδικων τιμολογίων, άλλως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την παραλαβή των εμπορευμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 περ. α. δ και 3 του ΠΔ 166/2003. άλλως και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου υποπαρ. Ζ.4 και Ζ.5 του Ν. 4152/2013 από την επομένη της παρέλευσης των 60 ημερών από την παραλαβή των πωληθέντων εμπορευμάτων ότε και κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά τα εκδοθέντα επί πιστώσει τιμολόγια, άλλως και όλως επικουρικά από την επίδοση της αγωγή και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, ζητά να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί το εναγόμενο στα δικαστικά της έξοδα. τα οποία σύμφωνα με τον προσαρτημένο στο αγωγικό δικόγραφο πίνακα ανέρχονται στο ποσό των ……. ευρώ. Με αυτό το περιεχόμενο, η υπό κρίση αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την 1.8.2018, ήτοι πριν την έναρξη ισχύς του άρθρου 205 Α Ν.4412/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 43 παρ. 24 Ν.4605/2019 (ΦΕΚ Α 52/1.4.2019, έναρξη ισχύος 1.7.2019) παραδεκτά ασκείται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία, διότι υπό τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο οι επίδικες συμβάσεις πώλησης καταρτίστηκαν χωρίς τη διαδικασία δημοσίων συμβάσεων προμηθειών, χωρίς την ύπαρξη σχετικών έγγραφων παραγγελιών εκ μέρους του εναγομένου νοσοκομείου, δεν περιέχουν, και σε κάθε περίπτωση το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να διαγνώσει αν περιέχουν, ρήτρες που προβλέπονται κανονιστικά και παρεκκλίνουν από το κοινό δίκαιο και δημιουργούν υπέρ του εναγομένου ΝΠΔΔ τη δυνατότητα να επεμβαίνει μονομερώς στη σύμβαση, έτσι ώστε να βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση απέναντι στην αντισυμβαλλόμενή του εταιρεία. δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στο δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό, προϋπόθεση από την οποία, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα εξαρτάται κυρίως ο χαρακτηρισμός μίας σύμβασης ως διοικητικής. Επομένως, η ένδικη αγωγή για πληρωμή του τιμήματος των μεταξύ των διαδίκων συναφθεισών διαδοχικών συμβάσεων πώλησης οπωροκηπευτικών ειδών δεν δημιουργεί διοικητική διαφορά ουσίας, καθόσον δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου η οποία να συνδέει τους διαδίκους, αλλά αντιθέτως οι ένδικες διαδοχικές συμβάσεις πώλησης διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο, αποτελούν ιδιωτική διαφορά και επομένως η εκδίκασή της υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή, η οποία παραδεκτά και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ επιδόθηκε στο εναγόμενο (βλ. την υπ’ αριθμ. 10904/3.8.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, που έχει έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Δημητρίου Πολυζώη) αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. το οποίο είναι καθ’ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (αρ.7, 9, 14 παρ.2, 22, 25παρ. 2 και 33 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Επιπλέον, για τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, οι διάδικοι προκατέθεσαν εμπροθέσμως προτάσεις (αρθρ. 237 παρ. 1 ΚΠολΔ όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τα άρθρα 12 και 120 Ν.4842/2021, ΦΙΞΚ Α 190), συνυποβάλλοντας τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους (αρθ. 96, 237 παρ. lβ του ΚΠολΔ – βλ. το υπ’ αριθμ. 3568/9.11.2021 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίας Ελευθερίου Κουτσιδάκη σε συνδυασμό με το από 4.12.2018 πρακτικό συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της ενάγουσας, Μαρίας συζύγου Νικολάου Πουλαντζά το γένος Φωκίωνος Αγρέβη και το υπ αριθμ. 1832/29.1.2018 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Χατζηαντωνίου), ενώ για το παραδεκτό της κατάθεσης των προτάσεών τους προσκόμισαν κατ’ άρθρο 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, τα υπ’ αριθμ. ΓΙ1748249/2018 και ΓΙ1747355/2018 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών του ΔΣΑ αντιστοίχως. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, καθώς παρά τα περί του αντιθέτου από το εναγόμενο υποστηριζόμενα στα ενσωματωμένα στην αγωγή τιμολόγια πώλησης αναφέρονται αναλυτικά τα πωληθέντα εμπορεύματα, κατά είδος, ποσότητα, τιμή μονάδος και συνολική αξία. Ωστόσο, σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, η αγωγή ως προς την κύρια εvδοσυμβατικής της βάση τυγχάνει απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, καθόσον, κατά τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο, οι επίδικες διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, κατά τη διάρκεια του έτους 2017, αφορούν σε ομοειδή προϊόντα- οπωροκηπευτικά είδη, η δε ετήσια συνολική δαπάνη του εναγομένου ανέρχεται σε …. ευρώ και συνεπώς υπερβαίνει κατά πολύ το προβλεπόμενο στο νόμο συνολικό ποσό των 20.000,00 ευρώ με ΦΙΠΑ. στο οποίο ανέρχεται η ετήσια ανώτερη επιτρεπόμενη δαπάνη για κατάρτιση συμβάσεων από αυτό, ως ΝΠΔΔ, με απευθείας ανάθεση, χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμού, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση συνδρομής έτερου νόμιμου λόγου, κατά παράβαση όσων ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ.11 και 118 παρ.1του Ν.4412/2016, ως ίσχυαν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Επομένως. ο επιμερισμός της ετήσιας αυτής δαπάνης σε επιμέρους μικρότερες με τα προαναφερόμενα τιμολόγια οδηγεί σε καταστρατήγηση των ανωτέρω νόμιμων διαδικασιών ανάθεσης και αντιστρατεύεται το περιεχόμενο των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως σκοπό έχουν τη διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού και του δημόσιου συμφέροντος. Για το λόγο αυτό, οι επίδικες συμβάσεις είναι απολύτως άκυρες στο σύνολό τους, κατά τα άρθρα 3 και 174 ΑΚ, με συνέπεια να θεωρούνται ως μη γενόμενες (άρθρο 180 ΑΚ). Ως προς την επικουρικής σωρευόμενη βάση της αδικοπρακτικής ευθύνης του εναγομένου, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, διότι το πταίσμα του εναγομένου, που επικαλείται η ενάγουσα για την επέλευση της ζημίας, ήτοι η υπερημερία αυτού ταυτίζεται κατά το πραγματικό του περιεχόμενο με την παραβίαση της σύμβασης και δεν μπορεί από μόνο του να θεμελιώσει αδικοπραξία, αφού δεν μπορεί να έχει συνέπειες ανεξάρτητες από την συμβατική σχέση, χωρίς να εκτίθενται πρόσθετες περιστάσεις ή πραγματικά περιστατικά. τα οποία θα αποτελούσαν παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου ακόμη και χωρίς την ύπαρξη του συμβατικού συνδέσμου. Εξάλλου, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει νόμιμη ως προς την επικουρικώς σωρευόμενη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εδραζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 158. 159§1,180,346 και 904επ. ΑΚ. 7 § 2 του ΝΔ 496/1974, 176. 190, 907, 908 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι το επικουρικό αίτημα περί τοκοδοσίας αίτημα από την επομένη ημέρα της παράδοσης των καθ’ έκαστων εμπορευμάτων, άλλως από την επομένη ημέρα της έκδοσης των ένδικων τιμολογίων. άλλως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την παραλαβή των εμπορευμάτων τυγχάνει απορριπτέο τυγχάνει απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, καθώς, στην περίπτωση στηριζόμενης στον αδικαιολόγητο πλουτισμό αξίωσης, η τοκογονία καθορίζεται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου 7 § 2 του Ν.Δ. 496/1974 (Εφ. Αθ. 700/2014. ΤΝΠ ΟΜΟΣ. Εφ.ΑΘ. 2422/2012 ΔΕΕ 2012.1015). από την οποία προκύπτει ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ. είναι 6% ετησίως, ενώ για την έναρξη της υποχρέωσης των Ν.ΓΙ.Δ.Δ. να καταβάλλουν τόκους επί των πάσης φύσεως προς τρίτους οφειλών τους. δεν αρκεί εξώδικη όχληση του δανειστή, ούτε, κατά μείζονα λόγο, παρέλευση της δήλης ημέρας πληρωμής της κύριας οφειλής, ακόμη και αν έχει συμφωνηθεί, αλλά απαιτείται να γίνει επίδοση της σχετικής περί αυτής αγωγής. η οποία και μόνο. ως διαδικαστική πράξη. συνεπάγεται την τοκογονία των ληξιπρόθεσμων χρεών τους (ΑΕΔ 7/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ. AΠ 1362/2013. ΑΠ 2259/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, νόμιμο, ερειδόμενο στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 7 § 2 του Ν.Δ. 496/1974, ως και σε αυτή του άρθρου 346 ΑΚ. τυγχάνει το επικουρικά προβαλλόμενο αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης τόκων από την επίδοση της αγωγής και μόνο για το αναφερθέν ποσοστό. Επίσης, νόμιμο είναι το αίτημα για την κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 907. 908 παρ. 1 ΚΠοΔ, διότι το άρθρο 909 περ. 1 ΚΠολΔ, το οποίο απαγορεύει την προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου, Δήμων ή Κοινοτήτων αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου, της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και νομιμότητας, καθώς και στη συνταγματική επιταγή για δημοκρατική νομιμοποίηση και νομιμότητα της άσκησης της δικαστικής λειτουργίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 26 παρ, 3, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του με τον. 2462/1997 κυρωθέντος Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, επιβάλλουν το επιτρεπτό της κατά του Δημοσίου κ.λπ. αναγκαστικής εκτέλεσης, ανεξάρτητα από το είδος του εκτελεστού τίτλου, που αποτελεί το θεμέλιο αυτής. Οι διατάξεις αυτές, που δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλόμενων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων, που υπάγονται στα πεδίο εφαρμογής τους. Οι ανωτέρω διατάξεις εγγυώνται, όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε Δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος. που επιδικάζεται από το Δικαστήριο. Το δικαίωμα δηλαδή αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο Δικαστήριό θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητα της. Από τους πιο πάνω κανόνες δικαίου, που καθιερώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία. στην οποία περιλαμβάνεται, εκτός από την οριστική, και προσωρινή δικαστική προστασία, έπεται, ότι δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 909 ΚΠολΔ. διότι με βάση τους παραπάνω νόμους επιβάλλεται το επιτρεπτό της κατά του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. αναγκαστικής εκτέλεσης, ανεξάρτητα από το είδος του εκτελεστού τίτλου, που αποτελεί το θεμέλιο αυτής. Τίτλο, δε, εκτελεστό αποτελούν και οι οριστικές αποφάσεις, που έχουν κηρυχθεί προσωρινό εκτελεστές (άρθρο 904 παρ. 2α ΚΠολΔ), η εκτέλεση των οποίων εξάλλου υλοποιείται μετά ίδια μέσα. Η βασική δικονομική προϋπόθεση της ισότητας των δια δικών δεν συγχωρεί τη μη δυνατότητα εκτέλεσης σε βάρος των παραπάνω. Η διοίκηση δεν επιτρέπεται, να μειώνει την δραστικότητα δικαστικής απόφασης, που κρίθηκε προσωρινά εκτελεστή και εκδόθηκε σε βάρος της και της οποίας η ορθότητα μόνο δικαστικοί μπορεί να ελεγχθεί δηλ. από ιεραρχικά ανώτερο Δικαστήριο (ΟλΑΠ 17/2002. ΟλΑΠ 21/2001, ΕφΑθ 552/2018 τνπ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό αντικείμενό της καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’αριθμ. 247197256959 0204 0019 ηλεκτρονικό παράβολο εξοφλημένο) και χωρίς, παρά τα περίπου αντιθέτου από το εναγόμενο υποστηριζόμενα, να συντρέχει λόγος αναστολής της έκδοσης οριστικής απόφασης στην παρούσα δίκη, με βάση το άρθρο 17 του ν. 2145/ Ι 993 (όπως αυτ6 ίσχυε πριν την ρητή κατάργηση του με το άρθρο 49 παρ. Ι Ν.4786/2021.Φ Κ Α 43/23.3.2021), καθώς η διάταξη αυτή θεωρείται, ως σιωπηρής καταργηθείσα υπό την έναρξη ισχύος του Ν.2717/1999 « Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας», σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 285 του ίδιου Κώδικα (ΔΕφΑθ 446/2016. ΔΕφΑθ 4886/2013. ΔtφΑθ 1986/2010. ΔΕφΑθ 2396/2009 τνπ ΝΟΜΟΣ. βλ. αντιθ. ΑΠ 457/2007 ΝοΒ 55/1650. επί υπόθεσης που είχε προσκομισθεί σχετική βεβαίωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου).
Κατά το άρθρο 300 ΑΚ. που ορίζει ότι αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικαστεί αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της, με σαφήνεια προκύπτει. ότι για την εφαρμογή της έχει σαν βασική προϋπόθεση την ύπαρξη ευθύνης προς αποζημίωση αδιάφορα αν ο γενεσιουργός λόγος της είναι η ενδοσυμβατική ή εξωσυμβατική ή προσυμβατική ευθύνη αντικειμενική ή υποκειμενική. Επομένως, στην περίπτωση ευθύνης από αδικαιολόγητο πλουτισμού, στον οποίο αναζητείται η ωφέλεια που αποκόμισε ο λήπτης, είτε θετικά (βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης), είτε αρνητικά (μη ελάττωση αυτής), είναι πρόδηλο ότι δεν έχουμε περίπτωση ευθύνης σε αποζημίωση, γιατί πράγματι ο αδικαιολογήτως πλουσιότερος δεν αποζημιώνει, αλλ’ αποδίδει την ωφέλεια που απέκτησε, ώστε εναντίον της απαίτησης αυτής δεν προβάλλεται η ένσταση του άρθρ. 300 ΑΚ. Επιπρόσθετος λόγος είναι, 6τι η απαίτηση αδικαιολογήτου πλουτισμού. δεν έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη παράνομης ή υπαίτιας πράξης, συνεπώς υπάρχει και σε περίπτωση υπαιτιότητας εκείνου που ζημιώθηκε άρα και συνυπαιτιότητάς του (ΕφΑθ 7084/2019, ΕφΚερκ 74/2017, Εφθεσ 2473/2009. ΕφΑθ 44/2006. ΕφΠειρ 1104/1997. ΤΝΠ Νόμος. ΕφΑθ 2481/1987. ΑρχΝ 39.402. ΕφΑθ 2075/1986. ΝΕλλΔνη 27.835).
Το εναγόμενο με τις έγγραφες προτάσεις του ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα εταιρεία βαρύνεται με συνυπαιτιότητα. διότι εξ οικείου πταίσματος συνετέλεσε στην ακυρ6τητα των επίδικων διαδοχικών συμβάσεων (300ΑΚ), καθώς. αυτή (ενάγουσα) τυγχάνει έμπειρη έμπορος με μακρά συναλλακτική δράση τόσο στο εμπόριο εν γένει όσο και με το εναγόμενο και συνεπώς είχε πλήρη γνώση του ισχύοντος νομικού καθεστώτος και των συνεπειών από τη μη τήρηση αυτού. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου περί συνυπαιτιότητας. τον οποίο επιχειρεί να θεμελιώσει στο άρθρο 300ΑΚ. τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. καθόσον, σύμφωνα με τα προειρημένα στην αμέσως ως άνω μείζονα σκέψη. δεν μπορεί να προβληθεί κατά των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ).
Από την υπ’ αριθμ. 12285/2018 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών που νομίμως επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας λήφθηκε μετά από νόμιμη πριν από δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες κλήτευση του εναγομένου (άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ βλ. την υπ’ αριθμ. 10904/3.8.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, που έχει έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Δημητρίου Πολυζώη) και όλα τα νόμιμα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων που καταρτίστηκαν μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου, η πρώτη πώλησε και παρέδωσε στο δεύτερο οπωροκηπευτικά είδη, εκδίδοντας τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα τιμολόγια πώλησης και δελτία αποστολής, στα οποία αναφέρονται αναλυτικά κατά είδος, ποσότητα, τιμή μονάδος και συνολική αξία, τα πωληθέντα εμπορεύματα, για τις οποίες (διαδοχικές συμβάσεις) δεν τηρήθηκε έγγραφος τύπος, την ύπαρξη του οποίου εξάλλου δεν επικαλούvται οι διάδικοι, ούτε αποδείχθηκε ότι τηρήθηκε η απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1. 3. 5, 6. 26. 27, 28, 32, 116, 117 και 118 του v. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειώv και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», διαδικασία σύναψής τους. Ειδικότερα, η ενάγουσα εξέδωσε τα κάτωθι αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης και δελτία αποστολής : [….]
Άπαντα, δε, τα εμπορεύματα παρελήφθησαν από το εναγόμενο, χωρίς, ωστόσο, το εναγ6μενο να καταβάλει κάποιο ποσό προς εξόφληση αυτών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ζήτημα αν έχει τεθεί η υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου του εναγόμενου ή άλλου προσώπου, έχοντος τη σχετική εξουσία εκπροσώπησής του στα επίδικα τιμολόγια πώλησης δεν έχει έννομη επιρροή, αφού αυτά χρησιμοποιούνται για φορολογικούς λόγους και υπογραφή του αποδέκτη αυτών δεν είναι απαραίτητη, καθώς αποτελούν απλώς αποδεικτικά μέσα των συμβάσεων, συνεκτιμώμενα ελεύθερα ως τεκμήρια (ΕφΠεφ 419/2020 τνπ ΝΟΜΟΣ). Κατά τα λοιπά, ως προς το ανωτέρω συνολικό ποσό των 62.883.53 ευρώ. το οποίο το εναγόμενο δεν κατέβαλε στην ενάγουσα, το πρώτο κατέστη σε βάρος της περιουσίας της δεύτερης αδικαιολόγητα πλουσιότερο, κατά το ποσό αυτό. στο οποίο ανέρχεται η χρηματική αποτίμηση των ανωτέρω παραδοθέντων εμπορευμάτων – οπωροκηπευτικών ειδών, στο ίδιο δε ποσό ανέρχεται η δαπάνη στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προέβαινε στην ανάθεση της προμήθειας των ίδιων εμπορευμάτων σε τρίτο, με έγκυρη σύμβαση, την οποία δαπάνη εξοικονόμησε. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί το εναγόμενο νομικό πρόσωπο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των ….. ευρώ, με το νόμιμο τόκο 6%, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι ώστε να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή ούτε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεσή της θα προκαλέσει στην ενάγουσα σημαντική ζημία. Τέλος. λόγω των πραγματικών δυσχερειών ως προς την αληθινή έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθ. 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των ………… με το νόμιμο τόκο 6% από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων μερών